ὑπεκπροφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypekprofeygo
|Transliteration C=ypekprofeygo
|Beta Code=u(pekprofeu/gw
|Beta Code=u(pekprofeu/gw
|Definition=[[flee away secretly]], [[escape and flee]], ὑπεκπροφυγών <span class="bibl">Il. 20.147</span>, <span class="bibl">21.44</span>; πῇ κεν ὑπεκπροφύγοιμι; <span class="bibl">Od.20.43</span>: c. acc., εἴ πως . . ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν <span class="bibl">12.113</span>; ὅτ' ἀνὴρ ὑπεκπροφύγῃ κακότητα <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>42</span>.
|Definition=[[flee away secretly]], [[escape and flee]], ὑπεκπροφυγών Il. 20.147, 21.44; πῇ κεν ὑπεκπροφύγοιμι; Od.20.43: c. acc., εἴ πως.. ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν 12.113; ὅτ' ἀνὴρ ὑπεκπροφύγῃ κακότητα Hes.''Sc.''42.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεκπροφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>-έφῠγον</i>· [[διαφεύγω]] [[κρυφά]], [[δραπετεύω]] και τρέπομαι σε [[φυγή]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ὑπεκπροφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], αόρ. βʹ <i>-έφῠγον</i>· [[διαφεύγω]] [[κρυφά]], [[δραπετεύω]] και τρέπομαι σε [[φυγή]], σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπροφεύγω Medium diacritics: ὑπεκπροφεύγω Low diacritics: υπεκπροφεύγω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΦΕΥΓΩ
Transliteration A: hypekpropheúgō Transliteration B: hypekpropheugō Transliteration C: ypekprofeygo Beta Code: u(pekprofeu/gw

English (LSJ)

flee away secretly, escape and flee, ὑπεκπροφυγών Il. 20.147, 21.44; πῇ κεν ὑπεκπροφύγοιμι; Od.20.43: c. acc., εἴ πως.. ὑπεκπροφύγοιμι Χάρυβδιν 12.113; ὅτ' ἀνὴρ ὑπεκπροφύγῃ κακότητα Hes.Sc.42.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. φεύγω), heimlich aus einer Gefahr entfliehen, entkommen u. davonlaufen, Il. 20, 147. 21, 44 Od. 20, 43; – c. acc., Od. 12, 113; Hes. Sc. 42.

French (Bailly abrégé)

s'enfuir secrètement ; avec acc. : échapper à, éviter en fuyant.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προφεύγω.

English (Autenrieth)

aor. 2 -φύγοιμι, part. -φυγών: escape by furtive flight.

Greek Monolingual

Α
διαφεύγω, ξεφεύγω κρυφά ή με επιτήδειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].

Greek Monotonic

ὑπεκπροφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, αόρ. βʹ -έφῠγον· διαφεύγω κρυφά, δραπετεύω και τρέπομαι σε φυγή, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκπροφεύγω:
1 тайно убегать (ὑπεκπροφυγὼν ἵκετο δῶμα Hom.);
2 избегать, ускользать (τὴν Χάρυβδιν Hom.; κακότητα Hes.).

Middle Liddell

fut. -φεύξομαι aor2 -έφῠγον
to flee away secretly, escape and flee, Hom.