πολυκίνδυνος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polykindynos | |Transliteration C=polykindynos | ||
|Beta Code=poluki/ndunos | |Beta Code=poluki/ndunos | ||
|Definition= | |Definition=πολυκίνδυνον,<br><span class="bld">A</span> [[very]] [[dangerous]], Isoc.10.17 as cited by Demetr.''Eloc.''23.<br><span class="bld">II</span> [[conversant]] with [[danger]], Teucer in Cat.Cod. Astr.7.198. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυκίνδυνον,
A very dangerous, Isoc.10.17 as cited by Demetr.Eloc.23.
II conversant with danger, Teucer in Cat.Cod. Astr.7.198.
German (Pape)
[Seite 664] mit vieler Gefahr, Demetr. Phal. 23.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκίνδῡνος: -ον, λίαν ἐπικίνδυνος Δημ. Φαλ. 23. ΙΙ. ὁ εἰς πολλοὺς κινδύνους ἐκτιθέμενος, ὁ πολλοὺς ὑποστὰς κινδύνους, Καισάρ. 876, 1040, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολύ επικίνδυνος
2. αυτός που έχει εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους, που έχει περάσει πολλούς κινδύνους
3. ο συνηθισμένος στους κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κίνδυνος (< κίνδυνος), πρβλ. επι-κίνδυνος, φιλο-κίνδυνος.