κεγχροειδής: Difference between revisions
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kegchroeidis | |Transliteration C=kegchroeidis | ||
|Beta Code=kegxroeidh/s | |Beta Code=kegxroeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=κεγχροειδές, [[like grains of millet]], [[ἱδρῶτες]] interpol.in Hp.''Prog.''6; <b class="b3">κ. τραχύσματα</b> [[granulated]] work on silver cups, Ath.11.475b. Adv. [[κεγχροειδῶς]] Steph.''in Hp.''1.114 D. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεγχροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς κόκκους κέγχρου, ἐπὶ σταγόνων ἱδρῶτος, Ἱππ. Προγν. 38· κ. τραχύσματα, [[ἐργασία]] [[ἔκτυπος]] ἐπὶ ἀργυρῶν ποτηρίων, τὸ [[καρχήσιον]] οὕτω λέγεται διὰ τὸ τραχύσματα ἔχειν κεγχροειδῆ Ἀθήν. 475Β. | |lstext='''κεγχροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς κόκκους κέγχρου, ἐπὶ σταγόνων ἱδρῶτος, Ἱππ. Προγν. 38· κ. τραχύσματα, [[ἐργασία]] [[ἔκτυπος]] ἐπὶ ἀργυρῶν ποτηρίων, τὸ [[καρχήσιον]] οὕτω λέγεται διὰ τὸ τραχύσματα ἔχειν κεγχροειδῆ Ἀθήν. 475Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[κεγχροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με κόκκους κεχριού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «[[κεγχροειδής]] [[φυματίωση]]» — [[οξεία]] γενικευμένη [[μορφή]] φυματίωσης που οφείλεται σε [[διασπορά]] του βακίλλου της νόσου με την [[κυκλοφορία]] του αίματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κεγχροειδῆ τραχύσματα» — έκτυπη [[εργασία]] σε αργυρά ποτήρια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεγχροειδῶς</i> (Μ)<br />με κεγχροειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεγχροειδής -ές [[[κέγχρος]], [[εἶδος]]] [[als gierst]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
κεγχροειδές, like grains of millet, ἱδρῶτες interpol.in Hp.Prog.6; κ. τραχύσματα granulated work on silver cups, Ath.11.475b. Adv. κεγχροειδῶς Steph.in Hp.1.114 D.
German (Pape)
[Seite 1410] ές, hirseähnlich; Hippocr.; Ath. XI, 475 b.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κόκκους κέγχρου, ἐπὶ σταγόνων ἱδρῶτος, Ἱππ. Προγν. 38· κ. τραχύσματα, ἐργασία ἔκτυπος ἐπὶ ἀργυρῶν ποτηρίων, τὸ καρχήσιον οὕτω λέγεται διὰ τὸ τραχύσματα ἔχειν κεγχροειδῆ Ἀθήν. 475Β.
Greek Monolingual
-ές (Α κεγχροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κόκκους κεχριού
νεοελλ.
φρ. ιατρ. «κεγχροειδής φυματίωση» — οξεία γενικευμένη μορφή φυματίωσης που οφείλεται σε διασπορά του βακίλλου της νόσου με την κυκλοφορία του αίματος
αρχ.
φρ. «κεγχροειδῆ τραχύσματα» — έκτυπη εργασία σε αργυρά ποτήρια.
επίρρ...
κεγχροειδῶς (Μ)
με κεγχροειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -ειδής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεγχροειδής -ές [κέγχρος, εἶδος] als gierst.