θεόσδοτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theosdotos
|Transliteration C=theosdotos
|Beta Code=qeo/sdotos
|Beta Code=qeo/sdotos
|Definition=ον, poet. and later Prose for [[θεόδοτος]], [[given by the gods]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>320</span>; δύναμις <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>5.13</span>; εὐδαιμονία <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1099b12</span>; ἀρετή <span class="bibl">Max.Tyr.38.4</span>.
|Definition=θεόσδοτον, ''poet.'' and later Prose for [[θεόδοτος]], [[given by the gods]], Hes.''Op.''320; δύναμις Pi.''P.''5.13; εὐδαιμονία [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1099b12; ἀρετή Max.Tyr.38.4.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόσδοτος Medium diacritics: θεόσδοτος Low diacritics: θεόσδοτος Capitals: ΘΕΟΣΔΟΤΟΣ
Transliteration A: theósdotos Transliteration B: theosdotos Transliteration C: theosdotos Beta Code: qeo/sdotos

English (LSJ)

θεόσδοτον, poet. and later Prose for θεόδοτος, given by the gods, Hes.Op.320; δύναμις Pi.P.5.13; εὐδαιμονία Arist.EN1099b12; ἀρετή Max.Tyr.38.4.

German (Pape)

[Seite 1198] p. = θεόδοτος, von Gott gegeben; Hes. O. 322; δύναμις Pind. P. 5, 13; frg. 171; εὐδαιμονία Arist. Eth. Nic. 1, 9, 2; ἀγαθόν Luc. Iov. conf. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θεόδοτος.

Russian (Dvoretsky)

θεόσδοτος: Hes., Pind., Arst., Luc., Plut. = θεόδοτος.

Greek (Liddell-Scott)

θεόσδοτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ θεόδοτος, δοθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, χρήματα δ’ οὐχ ἁρπακτὰ, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 318, Πίνδ. ΙΙ. 5. 16· καὶ ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2, κλπ.

English (Slater)

θεόσδοτος, -ον (cf. θεόδοτος) given by heaven τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.

Greek Monolingual

θεόσδοτος, -ον (AM)
αυτός που δόθηκε από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ-δοτος (αντί του ορθού θεό-δοτος) < θεός + -δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν-επί-δοτος, έκ-δοτος) κατ' αναλογία προς το διόσ-δοτος].

Greek Monotonic

θεόσδοτος: -ον (δίδωμι), ποιητ. αντί θεόδοτος, αυτός που παρέχεται από τους θεούς, σε Ησίοδ., Πίνδ.

Middle Liddell

θεόσ-δοτος, ον δίδωμι
poet. for θεόδοτος, given by the gods, Hes., Pind.