ἐπεκχέω: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epekcheo | |Transliteration C=epekcheo | ||
|Beta Code=e)pekxe/w | |Beta Code=e)pekxe/w | ||
|Definition=[[pour out upon]], Anon. ap. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[θραυλοτέρας]]:—Pass., [[rush upon]], τοῖς πολεμίοις | |Definition=[[pour out upon]], Anon. ap. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[θραυλοτέρας]]:—Pass., [[rush upon]], τοῖς πολεμίοις [[LXX]] ''Ju.''15.4, cf. ''PTeb.''39.24 (ii B. C.); to [[be stretched upon]], τινί Q.S.10.481. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
pour out upon, Anon. ap. Suid. s.v. θραυλοτέρας:—Pass., rush upon, τοῖς πολεμίοις LXX Ju.15.4, cf. PTeb.39.24 (ii B. C.); to be stretched upon, τινί Q.S.10.481.
German (Pape)
[Seite 914] (s. χέω), noch dazu ausgießen, Ios. – Pass. darüber ausgebreitet werden, Qu. Sm. 10, 481.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχύνω ἐπάνω εἴς τι, ἐπιχέω, Σουΐδ. ἐν λέξει θραυλοτέρας: - Μέσ., χύνομαι κατεπάνω τινός, ἐφορμῶ κατ’ αὐτοῦ, ἵνα πάντες ἐπεκχυθῶσι τοῖς πολεμίοις Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 4), ἐκτείνομαι, ἐξαπλώνομαι ἐπάνω εἴς τι, Εὐάδνην..., ἐπεκχυμένην μελέεσσιν ἀμφὶ πόσιν Κόϊντ. Σμ. 10. 481.
Greek Monolingual
ἐπεκχέω (Α) εκχέω
1. χύνω πάνω σε κάτι
2. μέσ. ἐπεκχέομαι
ξεχύνομαι, ορμώ εναντίον κάποιου («ἵνα πάντες ἐπεκχυθέντες τοῖς πολεμίοις», ΠΔ)
3. μέσ. εξαπλώνομαι κάπου.