πάνθοινος: Difference between revisions
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=panthoinos | |Transliteration C=panthoinos | ||
|Beta Code=pa/nqoinos | |Beta Code=pa/nqoinos | ||
|Definition= | |Definition=πάνθοινον (and η, ον, v. infr.), ([[θοίνη]]) [[feasting high]] or [[splendidly]], δαῖτα πανθοίνην Babr.95.90; π. τράπεζα Opp.''H.''2.221; <b class="b3">παν[θοίν]ην</b> is dub. in Phld.''Po.''2.49. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
πάνθοινον (and η, ον, v. infr.), (θοίνη) feasting high or splendidly, δαῖτα πανθοίνην Babr.95.90; π. τράπεζα Opp.H.2.221; παν[θοίν]ην is dub. in Phld.Po.2.49.
German (Pape)
[Seite 460] vollkommen, stattlich schmausend, τράπεζαι = πανθοινία, Opp. Hal. 2, 221.
Russian (Dvoretsky)
πάνθοινος: пышный, роскошный (δαίς Babr.).
Greek (Liddell-Scott)
πάνθοινος: -ον, (θοίνη) πλήρης παντὸς εἴδους ἐδεσμάτων, π. δαὶς = πανθοινία, Βάβρ. παρὰ Σουΐδ. (ἔνθα πανθοίνην)· π. τράπεζα Ὀππ. Ἁλ. 2. 221.
Greek Monolingual
-οίνη, -ον, θηλ. και -ος, Α
γεμάτος με κάθε είδους εδέσματα, πλουσιοπάροχος («πανθοίνοισι τραπέζαις», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θοίνη «συμπόσιο, δείπνο» (πρβλ. εύθοινος)].