ταγηνοστρόφιον: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=taginostrofion
|Transliteration C=taginostrofion
|Beta Code=taghnostro/fion
|Beta Code=taghnostro/fion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">slice for turning things over in a frying-pan</b>, <span class="bibl">Poll.6.89</span>, <span class="bibl">10.98</span>:—written τηγανόστροφον in Hsch. s.v. [[li/&lt;s&gt;trion]].</span>
|Definition=τό, [[slice]] for turning things over in a [[frying]]-[[pan]], Poll.6.89, 10.98:—written [[τηγανόστροφον]] in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[λίστριον]], [[λίτριον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰγηνοστρόφιον''': ἢ τηγανο-, τό, μαγειρικὸν [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ στρέφουσι τὰ τηγανιζόμενα, [[εἶδος]] ξυστῆρος, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 89· καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. λίστριον: «τηγανόστροφον».
|lstext='''τᾰγηνοστρόφιον''': ἢ τηγανο-, τό, μαγειρικὸν [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ στρέφουσι τὰ τηγανιζόμενα, [[εἶδος]] ξυστῆρος, Πολυδ. ϛʹ, 89· καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. λίστριον: «τηγανόστροφον».
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />μαγειρικό [[σκεύος]] με το οποίο γύριζαν τα τηγανητά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάγηνον]] «[[τηγάνι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[στρόφιον]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>στροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>πρβλ.</b> [[κλινοστρόφιον]].
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰγηνοστρόφιον Medium diacritics: ταγηνοστρόφιον Low diacritics: ταγηνοστρόφιον Capitals: ΤΑΓΗΝΟΣΤΡΟΦΙΟΝ
Transliteration A: tagēnostróphion Transliteration B: tagēnostrophion Transliteration C: taginostrofion Beta Code: taghnostro/fion

English (LSJ)

τό, slice for turning things over in a frying-pan, Poll.6.89, 10.98:—written τηγανόστροφον in Hsch. s.v. λίστριον, λίτριον.

German (Pape)

[Seite 1063] τό, Werkzeug, in der Pfanne zu rühren, Rührlöffel, Poll. 10, 98.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰγηνοστρόφιον: ἢ τηγανο-, τό, μαγειρικὸν ἐργαλεῖον δι’ οὗ στρέφουσι τὰ τηγανιζόμενα, εἶδος ξυστῆρος, Πολυδ. ϛʹ, 89· καθ’ Ἡσύχ. ἐν λέξ. λίστριον: «τηγανόστροφον».

Greek Monolingual

τὸ, Α
μαγειρικό σκεύος με το οποίο γύριζαν τα τηγανητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον «τηγάνι» + -στρόφιον (< -στροφος < στρέφω), πρβλ. κλινοστρόφιον.