δελτοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deltoeidis
|Transliteration C=deltoeidis
|Beta Code=deltoeidh/s
|Beta Code=deltoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">delta-shaped, triangular</b>, Hsch. s.v. [[καρχήσιον]]; of the [[deltoid]] muscle, Gal.2.354. Adv. -δῶς Ruf.<span class="title">Oss.</span>10.</span>
|Definition=δελτοειδές, [[delta-shaped]], [[triangular]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[καρχήσιον]]; of the [[deltoid]] muscle, Gal.2.354. Adv. [[δελτοειδῶς]] Ruf.''Oss.''10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que tiene forma de delta]], [[triangular]] ἐργαλεῖον τεκτονικόν Hsch.s.u. καρχήσιον.<br /><b class="num">2</b> anat. [[que tiene forma de delta]] σχῆμα Gal.2.354<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. [[deltoide]] Gal.2.356, 359, 18(1).306.<br /><b class="num">3</b> subst. ὁ δ. n. de un [[apósito]] Ps.Sor.<i>Quaest</i>.242.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[en forma de delta o triangular]] δ. ἐπίκειται Ruf.<i>Oss</i>.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δελτοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] τοῦ [[δέλτα]], [[τριγωνικός]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[καρχήσιον]].
|lstext='''δελτοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] τοῦ [[δέλτα]], [[τριγωνικός]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[καρχήσιον]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que tiene forma de delta]], [[triangular]] ἐργαλεῖον τεκτονικόν Hsch.s.u. καρχήσιον.<br /><b class="num">2</b> anat. [[que tiene forma de delta]] σχῆμα Gal.2.354<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. [[deltoide]] Gal.2.356, 359, 18(1).306.<br /><b class="num">3</b> subst. ὁ δ. n. de un [[apósito]] Ps.Sor.<i>Quaest</i>.242.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[en forma de delta o triangular]] δ. ἐπίκειται Ruf.<i>Oss</i>.10.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[δελτοειδής]], -ές)<br />όποιος έχει το [[σχήμα]] του γράμματος Δ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> «[[δελτοειδής]] μυς» — [[ισχυρός]] [[τριγωνικός]] μυς ο [[οποίος]] περιβάλλει την [[άρθρωση]] του ώμου<br /><b>2.</b> «[[δελτοειδής]] [[σύνδεσμος]]» — [[σύνδεσμος]] της κνημαστραγαλικής διαρθρώσεως, αποτελούμενος από [[τρεις]] τριγωνικές δεσμίδες<br /><b>3.</b> «δελτοειδές [[έπαρμα]] ή [[φύμα]]» — τραχύ και πλατύ [[έπαρμα]] της εξωτερικής επιφάνειας του βραχιόνιου οστού<br /><b>4.</b> <b>βιολ.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα δελτοειδή</i><br />[[οικογένεια]] Λεπιδόπτερων Εντόμων<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> <i>δελτοειδή</i><br />[[κατηγορία]] [[φυτών]] με τριγωνικά φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέλτα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]].
|mltxt=-ές (AM [[δελτοειδής]], -ές)<br />όποιος έχει το [[σχήμα]] του γράμματος Δ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> «[[δελτοειδής]] μυς» — [[ισχυρός]] [[τριγωνικός]] μυς ο [[οποίος]] περιβάλλει την [[άρθρωση]] του ώμου<br /><b>2.</b> «[[δελτοειδής]] [[σύνδεσμος]]» — [[σύνδεσμος]] της κνημαστραγαλικής διαρθρώσεως, αποτελούμενος από [[τρεις]] τριγωνικές δεσμίδες<br /><b>3.</b> «δελτοειδές [[έπαρμα]] ή [[φύμα]]» — τραχύ και πλατύ [[έπαρμα]] της εξωτερικής επιφάνειας του βραχιόνιου οστού<br /><b>4.</b> <b>βιολ.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα δελτοειδή</i><br />[[οικογένεια]] Λεπιδόπτερων Εντόμων<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> <i>δελτοειδή</i><br />[[κατηγορία]] [[φυτών]] με τριγωνικά φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέλτα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελτοειδής Medium diacritics: δελτοειδής Low diacritics: δελτοειδής Capitals: ΔΕΛΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: deltoeidḗs Transliteration B: deltoeidēs Transliteration C: deltoeidis Beta Code: deltoeidh/s

English (LSJ)

δελτοειδές, delta-shaped, triangular, Hsch. s.v. καρχήσιον; of the deltoid muscle, Gal.2.354. Adv. δελτοειδῶς Ruf.Oss.10.

Spanish (DGE)

-ές
I 1que tiene forma de delta, triangular ἐργαλεῖον τεκτονικόν Hsch.s.u. καρχήσιον.
2 anat. que tiene forma de delta σχῆμα Gal.2.354
subst. ὁ δ. deltoide Gal.2.356, 359, 18(1).306.
3 subst. ὁ δ. n. de un apósito Ps.Sor.Quaest.242.
II adv. -ῶς en forma de delta o triangular δ. ἐπίκειται Ruf.Oss.10.

German (Pape)

[Seite 544] ές, dreieckig, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

δελτοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα τοῦ δέλτα, τριγωνικός, Ἡσύχ. ἐν λ. καρχήσιον.

Greek Monolingual

-ές (AM δελτοειδής, -ές)
όποιος έχει το σχήμα του γράμματος Δ
νεοελλ.
1. ανατ. «δελτοειδής μυς» — ισχυρός τριγωνικός μυς ο οποίος περιβάλλει την άρθρωση του ώμου
2. «δελτοειδής σύνδεσμος» — σύνδεσμος της κνημαστραγαλικής διαρθρώσεως, αποτελούμενος από τρεις τριγωνικές δεσμίδες
3. «δελτοειδές έπαρμα ή φύμα» — τραχύ και πλατύ έπαρμα της εξωτερικής επιφάνειας του βραχιόνιου οστού
4. βιολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα δελτοειδή
οικογένεια Λεπιδόπτερων Εντόμων
5. βοτ. δελτοειδή
κατηγορία φυτών με τριγωνικά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτα + -ειδής < είδος].