συντεταμένως: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntetamenos | |Transliteration C=syntetamenos | ||
|Beta Code=suntetame/nws | |Beta Code=suntetame/nws | ||
|Definition=Adv., (συντείνω) < | |Definition=Adv., ([[συντείνω]]) [[earnestly]], [[eagerly]], [[vigorously]], Ar. ''Pl.''325, Pl.''Ap.''23e, ''R.''499a, ''Phlb.''59a (in Pl. always with [[varia lectio|v.l.]] [[συντεταγμένως]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />[[avec effort]].<br />'''Étymologie:''' de συντεταμένος part. pf. Pass. de [[συντείνω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adv. part. perf. pass. von [[συντείνω]], <i>[[angestrengt]], [[heftig]]</i>; Ar. <i>Plut</i>. 325; ζητεῖν, Plat. <i>Phil</i>. 59a, vulg. [[συντεταγμένως]], wie <i>Apol</i>. 23e, vgl. <i>Rep</i>. VI.499a; δεῖσθαι, Ep. XII.338b. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συντετᾰμένως:'''<br /><b class="num">1</b> [[поспешно]], [[быстро]] (ἥκειν Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[усердно]], [[усиленно]] (ζητεῖν Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντετᾰμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ [[συντείνω]], συντόνως, | |lstext='''συντετᾰμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ [[συντείνω]], συντόνως, μετὰ προθυμίας καὶ ζήλου, Ἀριστοφάν. Πλ. 325, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, Πολ. 499Α, Φίληβ. 59Α (παρὰ Πλάτ. ἀείποτε μετὰ διαφ. γραφ. [[συντεταγμένως]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[προθυμία]] και ζήλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συντεταμένος</i> του [[συντείνω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συντετᾰμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συντείνω]], με [[προθυμία]], με ζήλο, με συντονισμένες προσπάθειες, με [[σθένος]], επίμονα, σε Αριστοφ., Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb from [[part]]. perf. [[pass]]. of [[συντείνω]]<br />[[earnestly]], [[eagerly]], [[vigorously]], Ar., Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., (συντείνω) earnestly, eagerly, vigorously, Ar. Pl.325, Pl.Ap.23e, R.499a, Phlb.59a (in Pl. always with v.l. συντεταγμένως).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec effort.
Étymologie: de συντεταμένος part. pf. Pass. de συντείνω.
German (Pape)
adv. part. perf. pass. von συντείνω, angestrengt, heftig; Ar. Plut. 325; ζητεῖν, Plat. Phil. 59a, vulg. συντεταγμένως, wie Apol. 23e, vgl. Rep. VI.499a; δεῖσθαι, Ep. XII.338b.
Russian (Dvoretsky)
συντετᾰμένως:
1 поспешно, быстро (ἥκειν Arph.);
2 усердно, усиленно (ζητεῖν Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
συντετᾰμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ συντείνω, συντόνως, μετὰ προθυμίας καὶ ζήλου, Ἀριστοφάν. Πλ. 325, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, Πολ. 499Α, Φίληβ. 59Α (παρὰ Πλάτ. ἀείποτε μετὰ διαφ. γραφ. συντεταγμένως).
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με προθυμία και ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντεταμένος του συντείνω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
συντετᾰμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντείνω, με προθυμία, με ζήλο, με συντονισμένες προσπάθειες, με σθένος, επίμονα, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
[adverb from part. perf. pass. of συντείνω
earnestly, eagerly, vigorously, Ar., Plat.