πτωχοποιός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ptochopoios
|Transliteration C=ptochopoios
|Beta Code=ptwxopoio/s
|Beta Code=ptwxopoio/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[drawing beggarly characters]], of a poet, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>842</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[making poor]], δικαιοσύνη Plu.<span class="title">Comp.Arist.Cat.</span>3.</span>
|Definition=πτωχοποιόν,<br><span class="bld">A</span> [[drawing beggarly characters]], of a poet, Ar.''Ra.''842.<br><span class="bld">2</span> [[making poor]], δικαιοσύνη Plu.''Comp.Arist.Cat.''3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> faiseur de mendiants (Euripide);<br /><b>2</b> qui réduit à la mendicité.<br />'''Étymologie:''' [[πτωχός]], [[ποιέω]].
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> faiseur de mendiants (Euripide);<br /><b>2</b> [[qui réduit à la mendicité]].<br />'''Étymologie:''' [[πτωχός]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πτωχοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν πτωχὰ καὶ ἄθλια πρόσωπα, ἐπὶ τοῦ ποιητοῦ Εὐριπίδου, ὦ πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη Ἀριστοφ. Βάτρ. 842. 2) ὁ κάμνων τινὰ πτωχόν, πτωχίζων, [[δικαιοσύνη]] Πλούτ. Ἀριστείδ. Κ. Κάτ. Σύγκρ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.
|elnltext=πτωχοποιός -όν &#91;[[πτωχός]], [[ποιέω]]] bedelaars makend, dichtend over bedelaars, gezegd van Euripides. Aristoph. Ran. 842. arm makend.
}}
{{elru
|elrutext='''πτωχοποιός:'''<br /><b class="num">1</b> [[доводящий до нищенства]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> ирон. [[изображающий]] (в своих произведениях множество) нищих (''[[sc.]]'' [[Εὐριπίδης]] Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πτωχοποιός:''' -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κατασκευάζει φτωχούς και άθλιους χαρακτήρες, λέγεται για ποιητή, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που κάνει κάποιον φτωχό, σε Πλούτ.
|lsmtext='''πτωχοποιός:''' -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κατασκευάζει φτωχούς και άθλιους χαρακτήρες, λέγεται για ποιητή, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που κάνει κάποιον φτωχό, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πτωχοποιός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[доводящий до нищенства]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> ирон. [[изображающий]] (в своих произведениях множество) нищих (sc. [[Εὐριπίδης]] Arph.).
|lstext='''πτωχοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν πτωχὰ καὶ ἄθλια πρόσωπα, ἐπὶ τοῦ ποιητοῦ Εὐριπίδου, ὦ πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη Ἀριστοφ. Βάτρ. 842. 2) ὁ κάμνων τινὰ πτωχόν, πτωχίζων, [[δικαιοσύνη]] Πλούτ. Ἀριστείδ. Κ. Κάτ. Σύγκρ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.
}}
{{elnl
|elnltext=πτωχοποιός -όν [πτωχός, ποιέω] bedelaars makend, dichtend over bedelaars, gezegd van Euripides. Aristoph. Ran. 842. arm makend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πτωχο-[[ποιός]], όν<br /><b class="num">1.</b> [[drawing]] [[beggarly]] characters, of a [[poet]], Ar.<br /><b class="num">2.</b> [[making]] [[poor]], Plut.
|mdlsjtxt=πτωχο-[[ποιός]], όν<br /><b class="num">1.</b> [[drawing]] [[beggarly]] characters, of a [[poet]], Ar.<br /><b class="num">2.</b> [[making]] [[poor]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχοποιός Medium diacritics: πτωχοποιός Low diacritics: πτωχοποιός Capitals: ΠΤΩΧΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ptōchopoiós Transliteration B: ptōchopoios Transliteration C: ptochopoios Beta Code: ptwxopoio/s

English (LSJ)

πτωχοποιόν,
A drawing beggarly characters, of a poet, Ar.Ra.842.
2 making poor, δικαιοσύνη Plu.Comp.Arist.Cat.3.

German (Pape)

[Seite 813] bettelarm machend; Ar. Ran. 841; Plut. comp. Aristid. 3.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 faiseur de mendiants (Euripide);
2 qui réduit à la mendicité.
Étymologie: πτωχός, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτωχοποιός -όν [πτωχός, ποιέω] bedelaars makend, dichtend over bedelaars, gezegd van Euripides. Aristoph. Ran. 842. arm makend.

Russian (Dvoretsky)

πτωχοποιός:
1 доводящий до нищенства Plut.;
2 ирон. изображающий (в своих произведениях множество) нищих (sc. Εὐριπίδης Arph.).

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που φτωχαίνει κάποιον, που καθιστά φτωχό κάποιον («δικαιοσύνην... οἰκοφθόρον καὶ πτωχοποιόν», Πλούτ.)
2. (για τον Ευριπίδη) αυτός που παρουσιάζει στα δράματά του φτωχούς («ὦ... πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -ποιός].

Greek Monotonic

πτωχοποιός: -όν,
1. αυτός που κατασκευάζει φτωχούς και άθλιους χαρακτήρες, λέγεται για ποιητή, σε Αριστοφ.
2. αυτός που κάνει κάποιον φτωχό, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχοποιός: -όν, ὁ ποιῶν πτωχὰ καὶ ἄθλια πρόσωπα, ἐπὶ τοῦ ποιητοῦ Εὐριπίδου, ὦ πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη Ἀριστοφ. Βάτρ. 842. 2) ὁ κάμνων τινὰ πτωχόν, πτωχίζων, δικαιοσύνη Πλούτ. Ἀριστείδ. Κ. Κάτ. Σύγκρ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.

Middle Liddell

πτωχο-ποιός, όν
1. drawing beggarly characters, of a poet, Ar.
2. making poor, Plut.