στρατηγέτης: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stratigetis
|Transliteration C=stratigetis
|Beta Code=strathge/ths
|Beta Code=strathge/ths
|Definition=ου, ὁ,= <b class="b3">στρατηγός</b>, <span class="title">SIG</span> <span class="bibl">588.60</span> (Milet., ii B.C.), Ps.-Luc.<span class="title">Philopatr.</span>9; Cret. <b class="b3">σταρταγέτας</b> (q.v.): fem. στρᾰτηγ-έτις, ιδος, <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span> 12.967</span>.
|Definition=στρατηγέτου, ὁ, = [[στρατηγός]], ''SIG'' 588.60 (Milet., ii B.C.), Ps.-Luc.''Philopatr.''9; Cret. [[σταρταγέτας]] ([[quod vide|q.v.]]): fem. [[στρατηγέτις]], ιδος, Tz.''H.'' 12.967.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0951.png Seite 951]] ὁ, = [[στρατηγός]], Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[στρατηγός]].<br />'''Étymologie:''' [[στρατηγέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στρατηγέτης -ου, ὁ [στρατηγέω] [[legeraanvoerder]], [[bevelhebber]], [[generaal]].
}}
{{elru
|elrutext='''στρᾰτηγέτης:''' ου ὁ Luc. = [[στρατηγός]].
}}
{{ls
|lstext='''στρᾰτηγέτης''': -ου, ὁ, = [[στρατηγός]], Βυζ.· τὸ θηλ. -ηγέτις, -ιδος, Νικήτ. Χρον. 99D. Τζέτζ.· -ηγεσία, ἡ, = [[στρατηγία]], Βυζαντ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[σταρταγέτας]] και τ. θηλ. στρατηγέτις Α<br />[[στρατηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] ([[πρβλ]]. [[ποδηγέτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτηγέτης Medium diacritics: στρατηγέτης Low diacritics: στρατηγέτης Capitals: ΣΤΡΑΤΗΓΕΤΗΣ
Transliteration A: stratēgétēs Transliteration B: stratēgetēs Transliteration C: stratigetis Beta Code: strathge/ths

English (LSJ)

στρατηγέτου, ὁ, = στρατηγός, SIG 588.60 (Milet., ii B.C.), Ps.-Luc.Philopatr.9; Cret. σταρταγέτας (q.v.): fem. στρατηγέτις, ιδος, Tz.H. 12.967.

German (Pape)

[Seite 951] ὁ, = στρατηγός, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. στρατηγός.
Étymologie: στρατηγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατηγέτης -ου, ὁ [στρατηγέω] legeraanvoerder, bevelhebber, generaal.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτηγέτης: ου ὁ Luc. = στρατηγός.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτηγέτης: -ου, ὁ, = στρατηγός, Βυζ.· τὸ θηλ. -ηγέτις, -ιδος, Νικήτ. Χρον. 99D. Τζέτζ.· -ηγεσία, ἡ, = στρατηγία, Βυζαντ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σταρταγέτας και τ. θηλ. στρατηγέτις Α
στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + ἡγέτης (πρβλ. ποδηγέτης)].