σιωπητέος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=siopiteos
|Transliteration C=siopiteos
|Beta Code=siwphte/os
|Beta Code=siwphte/os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be passed over in silence</b>, Luc.<span class="title">Hist. Conscr.</span>27. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">σιωπητέον</b>, <b class="b2">one must pass over in silence</b>, ib.6.</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[to be passed over in silence]], Luc.''Hist. Conscr.''27.<br><span class="bld">II</span> [[σιωπητέον]], [[one must pass over in silence]], ib.6.
}}
{{ls
|lstext='''σιωπητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 35. ΙΙ. σιωπητέον, πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, [[αὐτόθι]] 6.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[σιωπάω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[σιωπάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιωπητέος -α -ον [σιωπάω] [[waarover gezwegen moet worden]].
}}
{{elru
|elrutext='''σιωπητέος:''' Luc. adj. verb. к [[σιωπάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σιωπητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[σιωπάω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να αποσιωπηθεί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>σιωπητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να αποσιωπηθεί, στον ίδ.
|lsmtext='''σιωπητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[σιωπάω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να αποσιωπηθεί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>σιωπητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να αποσιωπηθεί, στον ίδ.
}}
{{ls
|lstext='''σιωπητέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 35. ΙΙ. σιωπητέον, πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, [[αὐτόθι]] 6.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σιωπητέος]], η, ον, verb. adj. of [[σιωπάω]]<br /><b class="num">I.</b> to be passed [[over]] in [[silence]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> σιωπητέον, one must [[pass]] [[over]] in [[silence]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐωπητέος Medium diacritics: σιωπητέος Low diacritics: σιωπητέος Capitals: ΣΙΩΠΗΤΕΟΣ
Transliteration A: siōpētéos Transliteration B: siōpēteos Transliteration C: siopiteos Beta Code: siwphte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be passed over in silence, Luc.Hist. Conscr.27.
II σιωπητέον, one must pass over in silence, ib.6.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de σιωπάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιωπητέος -α -ον [σιωπάω] waarover gezwegen moet worden.

Russian (Dvoretsky)

σιωπητέος: Luc. adj. verb. к σιωπάω.

Greek Monotonic

σιωπητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του σιωπάω·
I. αυτός που πρέπει να αποσιωπηθεί, σε Λουκ.
II. σιωπητέον, κάτι που πρέπει να αποσιωπηθεί, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σιωπητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 35. ΙΙ. σιωπητέον, πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, αὐτόθι 6.

Middle Liddell

σιωπητέος, η, ον, verb. adj. of σιωπάω
I. to be passed over in silence, Luc.
II. σιωπητέον, one must pass over in silence, Luc.