προσύγκειμαι: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
(35) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosygkeimai | |Transliteration C=prosygkeimai | ||
|Beta Code=prosu/gkeimai | |Beta Code=prosu/gkeimai | ||
|Definition=Pass., | |Definition=Pass., to [[be arranged]], [[agreed beforehand]], Aen.Tact.18.18,al., J.''AJ''18.3.2; <b class="b3">τὸ προσυγκείμενον</b> Aen. Tact.31.16; <b class="b3">τὰ π.</b> J.''AJ''19.2.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[είμαι]] συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[είμαι]] συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο σημεῖον», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ουδ. του ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσυγκείμενον</i><br />η προσυμφωνία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σύγκειμαι]] «[[είμαι]] κανονισμένος, συμφωνημένος»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass., to be arranged, agreed beforehand, Aen.Tact.18.18,al., J.AJ18.3.2; τὸ προσυγκείμενον Aen. Tact.31.16; τὰ π. J.AJ19.2.5.
German (Pape)
[Seite 784] (s. κεῖμαι), vorher zusammengelegt, festgesetzt, verabredet sein, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
προσύγκειμαι: Παθητ., εἶμαι προσυμπεφωνημένος, ὃ προσυνέκειτο σημεῖον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 3, 2., 19. 2, 5· τὸ πρ. Αἰν. Τακτ. 31.
Greek Monolingual
Α
1. είμαι συμφωνημένος, κανονισμένος εκ τών προτέρων («ὅ προσυνέκειτο σημεῖον», Ιώσ.)
2. (η μτχ. ουδ. του ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσυγκείμενον
η προσυμφωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + σύγκειμαι «είμαι κανονισμένος, συμφωνημένος»].