ληξιαρχικός: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=liksiarchikos
|Transliteration C=liksiarchikos
|Beta Code=lhciarxiko/s
|Beta Code=lhciarxiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[belonging to the]] <b class="b3">ληξίαρχος</b>: <b class="b3">τὸ λ. γραμματεῖον</b> the register of each Athenian deme, <span class="title">IG</span>12.79.6, <span class="bibl">Is.7.27</span>, <span class="bibl">D.44.35</span>, <span class="bibl">Lycurg.76</span>, etc.</span>
|Definition=ληξιαρχική, ληξιαρχικόν, belonging to the [[ληξίαρχος]]: <b class="b3">τὸ λ. γραμματεῖον</b> the register of each Athenian deme, ''IG''12.79.6, Is.7.27, D.44.35, Lycurg.76, etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ληξιαρχικός]], -ή, -όν) [[ληξίαρχος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληξίαρχο ή στο [[ληξιαρχείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χρησιμεύει για [[βεβαίωση]] γεγονότων σχετικών με την αστική [[κατάσταση]] τών πολιτών, όπως γεννήσεων, βαπτίσεων, θανάτων, γάμων διαζυγίων (α. «ληξιαρχικές πράξεις» — πράξεις που έχουν ως [[αντικείμενο]] τη [[βεβαίωση]] γέννησης, βάπτισης, γάμου ή θανάτου<br />β. «ληξιαρχικά βιβλία» — βιβλία στα οποία καταχωρίζονται οι ληξιαρχικές πράξεις)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ληξιαρχικὸν γραμματεῑον» — ο [[επίσημος]] [[κατάλογος]] τών πολιτών [[κάθε]] αθηναϊκού δήμου.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ληξιαρχικός]], -ή, -όν) [[ληξίαρχος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληξίαρχο ή στο [[ληξιαρχείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χρησιμεύει για [[βεβαίωση]] γεγονότων σχετικών με την αστική [[κατάσταση]] τών πολιτών, όπως γεννήσεων, βαπτίσεων, θανάτων, γάμων διαζυγίων (α. «ληξιαρχικές πράξεις» — πράξεις που έχουν ως [[αντικείμενο]] τη [[βεβαίωση]] γέννησης, βάπτισης, γάμου ή θανάτου<br />β. «ληξιαρχικά βιβλία» — βιβλία στα οποία καταχωρίζονται οι ληξιαρχικές πράξεις)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ληξιαρχικὸν γραμματεῖον» — ο [[επίσημος]] [[κατάλογος]] τών πολιτών [[κάθε]] αθηναϊκού δήμου.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληξιαρχικός Medium diacritics: ληξιαρχικός Low diacritics: ληξιαρχικός Capitals: ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: lēxiarchikós Transliteration B: lēxiarchikos Transliteration C: liksiarchikos Beta Code: lhciarxiko/s

English (LSJ)

ληξιαρχική, ληξιαρχικόν, belonging to the ληξίαρχος: τὸ λ. γραμματεῖον the register of each Athenian deme, IG12.79.6, Is.7.27, D.44.35, Lycurg.76, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ληξιαρχικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν ληξίαρχον· - τὸ λ. γραμματεῖον, ὁ δημόσιος κατάλογος ἑκάστου Ἀθηναϊκοῦ δήμου, εἰς ὃν τὰ ὀνόματα τῶν μελῶν (τῶν δημοτῶν) ἐνεγράφοντο ὅτε ἤρχοντο εἰς νόμιμον ἡλικίαν καὶ τοῦ ὁποίου τὴν φροντίδα εἶχεν ὁ δήμαρχος, Συλλ. Ἐπιγρ. 80, Ἰσαῖ. 66. 14, Δημ. 1091. 9, κτλ.· πρβλ. Schömann Comit. εἰς Ἀθήν. σ. 379. - Κατὰ τὸν Ἁρποκ. «ληξιαρχικὸν γραμματεῖον... εἰς ὃ ἐνεγράφοντο οἱ τελεωθέντες τῶν παίδων, οἷς ἐξῆν ἤδη τὰ πατρῷα οἰκονομεῖν, παρ’ ὃ καὶ τοὔνομα γεγονέναι, διὰ τὸ τῶν λήξεων ἄρχειν· λήξεις δ’ εἰσὶν οἵ τε κλῆροι καὶ αἱ οὐσίαι».

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ληξιαρχικός, -ή, -όν) ληξίαρχος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληξίαρχο ή στο ληξιαρχείο
νεοελλ.
αυτός που χρησιμεύει για βεβαίωση γεγονότων σχετικών με την αστική κατάσταση τών πολιτών, όπως γεννήσεων, βαπτίσεων, θανάτων, γάμων διαζυγίων (α. «ληξιαρχικές πράξεις» — πράξεις που έχουν ως αντικείμενο τη βεβαίωση γέννησης, βάπτισης, γάμου ή θανάτου
β. «ληξιαρχικά βιβλία» — βιβλία στα οποία καταχωρίζονται οι ληξιαρχικές πράξεις)
αρχ.
φρ. «ληξιαρχικὸν γραμματεῖον» — ο επίσημος κατάλογος τών πολιτών κάθε αθηναϊκού δήμου.

Greek Monotonic

ληξιαρχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον ληξίαρχον· τὸ ληξιαρχικὸν γραμματεῖον, δημόσιος κατάλογος δημοτών (μητρώο) κάθε Αθηναϊκού δήμου, σε Δημ.

Middle Liddell

ληξιαρχικός, ή, όν
belonging to the ληξίαρχος;—τὸ λ. γραμματεῖον the register of each Athenian deme, Dem. [from ληξίαρχος