ποταμόρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potamorrytos
|Transliteration C=potamorrytos
|Beta Code=potamo/rrutos
|Beta Code=potamo/rrutos
|Definition=ον (ῥέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[watered by rivers]], <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.103B.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[washed down by rivers]], κασσίτερος <span class="bibl">Scymn.165</span>.</span>
|Definition=ποταμόρρυτον ([[ῥέω]])<br><span class="bld">A</span> [[watered by rivers]], Phryn.''PS''p.103B.<br><span class="bld">II</span> [[washed down by rivers]], κασσίτερος Scymn.165.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που διαρρέεται από ποταμούς<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που μεταφέρεται από τον ποταμό («[[ποταμόρρυτος]] [[κασσίτερος]]», Σκύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που διαρρέεται από ποταμούς<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που μεταφέρεται από τον ποταμό («[[ποταμόρρυτος]] [[κασσίτερος]]», Σκύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), [[πρβλ]]. [[αιμόρρυτος]]].
}}
{{pape
|ptext=<i>von Strömen od. einem Strome [[durchflossen]]</i>; Scymn. Chius 165; Phryn. in <i>B.A</i>. 60.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμόρρῠτος Medium diacritics: ποταμόρρυτος Low diacritics: ποταμόρρυτος Capitals: ΠΟΤΑΜΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: potamórrytos Transliteration B: potamorrytos Transliteration C: potamorrytos Beta Code: potamo/rrutos

English (LSJ)

ποταμόρρυτον (ῥέω)
A watered by rivers, Phryn.PSp.103B.
II washed down by rivers, κασσίτερος Scymn.165.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμόρρυτος: -ον, (ῥέω) ὁ διαρρεόμενος ὑπὸ ποταμῶν, «ποταμόρρυτος γῆ: ἡ διαρρεομένη ποταμοῖς» Α. Β. 60. ΙΙ. ὁ ὑπὸ ποταμῶν καταφερόμενος, κασσίτερος Σκύμν. 164· ὄλβος Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596 (ἔνθα ποταμήρυτος).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τόπο) αυτός που διαρρέεται από ποταμούς
2. (για πράγμ.) αυτός που μεταφέρεται από τον ποταμό («ποταμόρρυτος κασσίτερος», Σκύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμόρρυτος].

German (Pape)

von Strömen od. einem Strome durchflossen; Scymn. Chius 165; Phryn. in B.A. 60.