ἄπαργμα: Difference between revisions
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apargma | |Transliteration C=apargma | ||
|Beta Code=a)/pargma | |Beta Code=a)/pargma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀπαρχή]] ([[quod vide|q.v.]]), in plural, Ar.''Pax''1056, Lyc. 106.<br><span class="bld">II</span> = [[μασχαλίσματα]], ''EM''118.22. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />gener. en plu.<br /><b class="num">1</b> [[primicia]](s) δὸς τἀπάργματα Ar.<i>Pax</i> 1056, μηλάτων ἀπάργματα las primicias de los rebaños</i> Lyc.106, πέμψας [[ἄπαργμα]] Διί <i>IG</i> 9(2).1135.6 (I a.C.), cf. <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.153.5, ἀπάργματα καὶ λοιβήν Plu.2.323b.<br /><b class="num">2</b> [[partes mutiladas]] de un cadáver de las que se hacía un uso ritual para evitar la venganza del muerto <i>EM</i> 118.22. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] τό, Erstlingsopfer, τἀπάργματα Ar. Pax 1056; Lycophr. 106; Plut. fort. Rom. 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] τό, Erstlingsopfer, τἀπάργματα Ar. Pax 1056; Lycophr. 106; Plut. fort. Rom. 10. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄπαργμα:''' ατος τό только pl. Arph., Plut. = [[ἀπαρχή]] 2. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄπαργμα''': -ατος, τό, = [[ἀπαρχή]], (ὃ ἴδε), καὶ ὡς ἐκεῖνο οὕτω καὶ τοῦτο τὸ πλεῖστον (ἂν οὐχὶ [[πάντοτε]]) κατὰ πληθ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1056, Λυσ. 106· ἀπάργματα ὧν αἱ ὧραι φέρουσιν ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. (Προσθ.) 24651. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλου Ἀποσπ. 381: = [[μασχαλίσματα]]. | |lstext='''ἄπαργμα''': -ατος, τό, = [[ἀπαρχή]], (ὃ ἴδε), καὶ ὡς ἐκεῖνο οὕτω καὶ τοῦτο τὸ πλεῖστον (ἂν οὐχὶ [[πάντοτε]]) κατὰ πληθ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1056, Λυσ. 106· ἀπάργματα ὧν αἱ ὧραι φέρουσιν ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. (Προσθ.) 24651. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλου Ἀποσπ. 381: = [[μασχαλίσματα]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄπαργμα:''' -ατος, τό = [[ἀπαρχή]], κατά κανόνα στον πληθ., σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἄπαργμα:''' -ατος, τό = [[ἀπαρχή]], κατά κανόνα στον πληθ., σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[ἀπαρχή]], [[mostly]] in plural, Ar.] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A = ἀπαρχή (q.v.), in plural, Ar.Pax1056, Lyc. 106.
II = μασχαλίσματα, EM118.22.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
gener. en plu.
1 primicia(s) δὸς τἀπάργματα Ar.Pax 1056, μηλάτων ἀπάργματα las primicias de los rebaños Lyc.106, πέμψας ἄπαργμα Διί IG 9(2).1135.6 (I a.C.), cf. Tz.Comm.Ar.1.153.5, ἀπάργματα καὶ λοιβήν Plu.2.323b.
2 partes mutiladas de un cadáver de las que se hacía un uso ritual para evitar la venganza del muerto EM 118.22.
German (Pape)
[Seite 280] τό, Erstlingsopfer, τἀπάργματα Ar. Pax 1056; Lycophr. 106; Plut. fort. Rom. 10.
Russian (Dvoretsky)
ἄπαργμα: ατος τό только pl. Arph., Plut. = ἀπαρχή 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαργμα: -ατος, τό, = ἀπαρχή, (ὃ ἴδε), καὶ ὡς ἐκεῖνο οὕτω καὶ τοῦτο τὸ πλεῖστον (ἂν οὐχὶ πάντοτε) κατὰ πληθ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1056, Λυσ. 106· ἀπάργματα ὧν αἱ ὧραι φέρουσιν ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. (Προσθ.) 24651. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλου Ἀποσπ. 381: = μασχαλίσματα.
Greek Monolingual
ἄπαργμα, το (Α) απάρχω
1. απαρχή
2. ο πρώτος καρπός της σοδειάς.
Greek Monotonic
ἄπαργμα: -ατος, τό = ἀπαρχή, κατά κανόνα στον πληθ., σε Αριστοφ.