προσπεριλαμβάνω: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosperilamvano | |Transliteration C=prosperilamvano | ||
|Beta Code=prosperilamba/nw | |Beta Code=prosperilamba/nw | ||
|Definition= | |Definition=[[embrace]] or [[include besides]], D.24.44, al., Ph.1.1 ([[varia lectio|v.l.]]), Antyll. ap. Orib.44.23.13; π. τινὰ ταῖς συνθήκαις Plb.3.24.1; π. τι τῷ νῷ Id.5.32.3. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0777.png Seite 777]] (s. [[λαμβάνω]]), noch dazu, zugleich, mit umfassen; νόμους, Dem. 24, 83; χρόνον ἀόριστον τὸν παρεληλυθότα, 44, vgl. 209; τῷ νῷ, Pol. 5, 32, 3; τινὰ ἐν ταῖς συνθήκαις, 3, 24, 1; Plut. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=embrasser en outre <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[περιλαμβάνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσπεριλαμβάνω:''' [[сверх того охватывать]], [[также включать]] (νόμους Dem.; τι τῷ νῷ Polyb.): π. τινὰ ἐν ταῖς συνθήκαις Polyb. включать кого-л. в договор. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσπεριλαμβάνω''': [[περιλαμβάνω]] [[προσέτι]], Δημ. 714. 24, 726 ἐν τέλ., 765. 2˙ πρ. τινὰ ταῖς συνθήκαις Πολύβ. 3. 24, 1˙ πρ. τι τῷ νῷ ὁ αὐτ. 5. 32, 3. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[περιλαμβάνω]]<br />[[συμπεριλαμβάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ακόμη]] («ἑτέρας ποιοῦνται συνθήκας, ἐν αἷς προσπεριειλήφασι Καρχηδόνιοι Τυρίους», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσπεριλαμβάνω:''' [[περιλαμβάνω]], [[συμπεριλαμβάνω]] [[επιπλέον]], σε Δημ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[embrace]] [[besides]], Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
embrace or include besides, D.24.44, al., Ph.1.1 (v.l.), Antyll. ap. Orib.44.23.13; π. τινὰ ταῖς συνθήκαις Plb.3.24.1; π. τι τῷ νῷ Id.5.32.3.
German (Pape)
[Seite 777] (s. λαμβάνω), noch dazu, zugleich, mit umfassen; νόμους, Dem. 24, 83; χρόνον ἀόριστον τὸν παρεληλυθότα, 44, vgl. 209; τῷ νῷ, Pol. 5, 32, 3; τινὰ ἐν ταῖς συνθήκαις, 3, 24, 1; Plut.
French (Bailly abrégé)
embrasser en outre ou en même temps.
Étymologie: πρός, περιλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
προσπεριλαμβάνω: сверх того охватывать, также включать (νόμους Dem.; τι τῷ νῷ Polyb.): π. τινὰ ἐν ταῖς συνθήκαις Polyb. включать кого-л. в договор.
Greek (Liddell-Scott)
προσπεριλαμβάνω: περιλαμβάνω προσέτι, Δημ. 714. 24, 726 ἐν τέλ., 765. 2˙ πρ. τινὰ ταῖς συνθήκαις Πολύβ. 3. 24, 1˙ πρ. τι τῷ νῷ ὁ αὐτ. 5. 32, 3.
Greek Monolingual
Α περιλαμβάνω
συμπεριλαμβάνω κάποιον ή κάτι ακόμη («ἑτέρας ποιοῦνται συνθήκας, ἐν αἷς προσπεριειλήφασι Καρχηδόνιοι Τυρίους», Πολ.).
Greek Monotonic
προσπεριλαμβάνω: περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω επιπλέον, σε Δημ.