δαπανητικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dapanitikos
|Transliteration C=dapanitikos
|Beta Code=dapanhtiko/s
|Beta Code=dapanhtiko/s
|Definition=ή, όν, [[consuming]], [[δύναμις]] Philagr. ap. <span class="bibl">Aët.12.67</span>, cf. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>2.5</span>. Adv. [[δαπανητικῶς]] = [[extravagantly]], [[βιοῦν]] <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.230</span>.</span>
|Definition=δαπανητική, δαπανητικόν, [[consuming]], [[δύναμις]] Philagr. ap. Aët.12.67, cf. Iamb.''Myst.''2.5. Adv. [[δαπανητικῶς]] = [[extravagantly]], [[βιοῦν]] S.E.''P.''1.230.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰπᾰνητικός Medium diacritics: δαπανητικός Low diacritics: δαπανητικός Capitals: ΔΑΠΑΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dapanētikós Transliteration B: dapanētikos Transliteration C: dapanitikos Beta Code: dapanhtiko/s

English (LSJ)

δαπανητική, δαπανητικόν, consuming, δύναμις Philagr. ap. Aët.12.67, cf. Iamb.Myst.2.5. Adv. δαπανητικῶς = extravagantly, βιοῦν S.E.P.1.230.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que consume, que agota δ. καὶ ἀναξηραντικὴ ... δύναμις Philagr. en Aët.12.67, δ. τῶν καθομιλούντων παθῶν ἐγκράτεια Gr.Nyss.V.Mos.97.9, (πῦρ) δ. ἐστι τῶν φυλασσόντων τέως Basil.Hex.1.7, cf. 2.4, τοῦ πυρὸς τούτου δαπανητικωτέραν ... φλόγα una llama más voraz que ese fuego Chrys.M.60.448, γαστὴρ δέ, καμίνου πάσης δαπανητικωτέρα Chrys.M.57.356
en or. nominal concordando en neutr. c. abstr. δαπανητικὸν γὰρ πλούτου ἡ θεραπεία τῶν δεομένων pues es gasto de riqueza el cuidado de los necesitados Basil.M.31.281B
subst. τὸ δαπανητικόν = destrucción τὸ δαπανητικὸν τῆς ὕλης Iambl.Myst.2.5, cf. Gr.Naz.M.36.128A, Chrys.M.60.559, Nil.M.79.320D.
2 adv. δαπανητικῶς = pródigamente βιοῦν S.E.P.1.230.

German (Pape)

[Seite 522] aufzehrend, aufreibend, Sp. z. B. φάρμακον. – Adv., Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰπᾰνητικός: -ή, -όν, φθείρων, καταστρέφων, φάρμακον δ. θυμοῦ Ἀέτ. 14Α. ― Ἐπίρρ. –κῶς, ἀσώτως, βιῶναι Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 230.

Greek Monolingual

δαπανητικός, -ή, -όν (Α) δαπανώ
Ι. 1. όποιος δαπανά ή καταναλίσκει κάτι
2. σπάταλος
3. το ουδ. ως ουσ. το δαπανητικόν
καταστροφή, φθορά
II. επίρρ. δαπανητικῶς
με τρόπο δαπανηρό, με μεγάλες δαπάνες, άσωτα.