Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γατόμος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(big3_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gatomos
|Transliteration C=gatomos
|Beta Code=gato/mos
|Beta Code=gato/mos
|Definition=ον, Dor. for <b class="b3">γή-τομος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cleaving the ground</b>, δίκελλα <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span> 196</span>, cf. <span class="title">AP</span>6.95 (Antiphil.), Hsch. s.v. [[τμήγας]].</span>
|Definition=γατόμον, Dor. for [[γήτομος]], [[cleaving the ground]], δίκελλα A.''Fr.'' 196, cf. ''AP''6.95 (Antiphil.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[τμήγας]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(γᾱτόμος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[que corta la tierra]], [[δίκελλα]] A.<i>Fr</i>.196.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ γ. [[labrador]], <i>AP</i> 6.95 (Antiphil.), Hsch.s.u. τμήγας; v. tb. γεω-.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fend la terre (pour le travail des champs) ; ὁ [[γατόμος]] cultivateur.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], [[τέμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''γατόμος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[землепашец]] Anth.<br /><b class="num">[[γατόμος|γᾱτόμος]]:</b> [[рассекающий землю]] ([[δίκελλα]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾱτόμος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ γη-[[τόμος]], ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. (πρβλ. [[γάπεδον]]) κόπτων τὸ [[ἔδαφος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 95, Ἡσύχ. ἐν λ. τμηγάς.
|lstext='''γᾱτόμος''': -ον, Δωρ. ἀντὶ γη-[[τόμος]], ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. (πρβλ. [[γάπεδον]]) κόπτων τὸ [[ἔδαφος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 95, Ἡσύχ. ἐν λ. τμηγάς.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui fend la terre (pour le travail des champs) ; [[γατόμος]] cultivateur.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], [[τέμνω]].
|mltxt=[[γατόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που τέμνει, που σκάβει τη γη (α. «[[γατόμος]] [[δίκελλα]]» β. «[[γατόμος]] Πάρμις», το όνομα του γεωργού).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> (δωρ. <i>γᾱ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]], δωρ. τ. του <i>γήτομος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γᾱτόμος:''' -ον, Δωρ. αντί γη-[[τόμος]] ([[τέμνω]]), αυτός που προκαλεί [[ρήγμα]], [[τομή]] στο [[έδαφος]], σε Ανθ.
}}
}}
{{DGE
{{mdlsj
|dgtxt=(γᾱτόμος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[que corta la tierra]], [[δίκελλα]] A.<i>Fr</i>.196.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ γ. [[labrador]], <i>AP</i> 6.95 (Antiphil.), Hsch.s.u. τμήγας; v. tb. γεω-.
|mdlsjtxt=[[τέμνω]]<br />cleaving the [[ground]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾱτόμος Medium diacritics: γατόμος Low diacritics: γατόμος Capitals: ΓΑΤΟΜΟΣ
Transliteration A: gatómos Transliteration B: gatomos Transliteration C: gatomos Beta Code: gato/mos

English (LSJ)

γατόμον, Dor. for γήτομος, cleaving the ground, δίκελλα A.Fr. 196, cf. AP6.95 (Antiphil.), Hsch. s.v. τμήγας.

Spanish (DGE)

(γᾱτόμος) -ον
1 que corta la tierra, δίκελλα A.Fr.196.
2 subst. ὁ γ. labrador, AP 6.95 (Antiphil.), Hsch.s.u. τμήγας; v. tb. γεω-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fend la terre (pour le travail des champs) ; ὁ γατόμος cultivateur.
Étymologie: γῆ, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

γατόμος: IIземлепашец Anth.
γᾱτόμος: рассекающий землю (δίκελλα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

γᾱτόμος: -ον, Δωρ. ἀντὶ γη-τόμος, ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. (πρβλ. γάπεδον) κόπτων τὸ ἔδαφος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 198, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 95, Ἡσύχ. ἐν λ. τμηγάς.

Greek Monolingual

γατόμος, -ον (Α)
αυτός που τέμνει, που σκάβει τη γη (α. «γατόμος δίκελλα» β. «γατόμος Πάρμις», το όνομα του γεωργού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γᾱ) + -τομος < τέμνω, δωρ. τ. του γήτομος].

Greek Monotonic

γᾱτόμος: -ον, Δωρ. αντί γη-τόμος (τέμνω), αυτός που προκαλεί ρήγμα, τομή στο έδαφος, σε Ανθ.

Middle Liddell

τέμνω
cleaving the ground, Anth.