συσσήπω: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syssipo
|Transliteration C=syssipo
|Beta Code=sussh/pw
|Beta Code=sussh/pw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[macerate]] food [[completely]], for digestion, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>675a13</span>:—Pass., with pf. Act., [[grow putrid together]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Loc.Hom.</span>29</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>10.13</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">VP</span>44</span>.</span>
|Definition=[[macerate]] food [[completely]], for digestion, [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''675a13:—Pass., with pf. Act., [[grow putrid together]], Hp.''Loc.Hom.''29, Ael.''NA''10.13, Porph.''VP''44.
}}
{{ls
|lstext='''συσσήπω''': ἐντελῶς [[διαβρέχω]], [[διαλύω]] τὴν τροφὴν πρὸς χώνευσιν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13· [[σήπω]] [[ὁμοῦ]], [[κάμνω]] τι νὰ σαπῇ [[ἐπίσης]], «τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον» Γεωπ. 4. 15, 3. - Παθητ., μετ’ ἐνεργ. πρκμ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ σήψεως, «σαπίζω», Αἰλ. π. Ζ. 10. 13, Κλήμ. Ἀλ. σ. 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>au pf. et au Pass.</i><br />pourrir <i>ou</i> se consumer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σήπω]].
|btext=<i>au pf. et au Pass.</i><br />pourrir <i>ou</i> se consumer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σήπω]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=ΜΑ [[σήπω]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να σαπίσει [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς [[πλησίον]]», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαβρέχω]] εντελώς την [[τροφή]] για [[χώνευση]].
|elnltext=συσσήπω Att. ook ξυσσήπω &#91;[[σύν]], [[σήπω]]] med.-pass. intrans. rotten; perf. ξυνσεσηπός geheel verrot. Hp.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συσσήπω:''' [[размягчать]], [[разлагать]] (τροφήν Arst.).
|elrutext='''συσσήπω:''' [[размягчать]], [[разлагать]] (τροφήν Arst.).
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=συσσήπω Att. ook ξυσσήπω [σύν, σήπω] med.-pass. intrans. rotten; perf. ξυνσεσηπός geheel verrot. Hp.
|lstext='''συσσήπω''': ἐντελῶς [[διαβρέχω]], [[διαλύω]] τὴν τροφὴν πρὸς χώνευσιν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13· [[σήπω]] [[ὁμοῦ]], [[κάμνω]] τι νὰ σαπῇ [[ἐπίσης]], «τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον» Γεωπ. 4. 15, 3. - Παθητ., μετ’ ἐνεργ. πρκμ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ σήψεως, «σαπίζω», Αἰλ. π. Ζ. 10. 13, Κλήμ. Ἀλ. σ. 7.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[σήπω]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] να σαπίσει [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς [[πλησίον]]», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαβρέχω]] εντελώς την [[τροφή]] για [[χώνευση]].
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσήπω Medium diacritics: συσσήπω Low diacritics: συσσήπω Capitals: ΣΥΣΣΗΠΩ
Transliteration A: syssḗpō Transliteration B: syssēpō Transliteration C: syssipo Beta Code: sussh/pw

English (LSJ)

macerate food completely, for digestion, Arist.PA675a13:—Pass., with pf. Act., grow putrid together, Hp.Loc.Hom.29, Ael.NA10.13, Porph.VP44.

French (Bailly abrégé)

au pf. et au Pass.
pourrir ou se consumer ensemble.
Étymologie: σύν, σήπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσσήπω Att. ook ξυσσήπω [σύν, σήπω] med.-pass. intrans. rotten; perf. ξυνσεσηπός geheel verrot. Hp.

Russian (Dvoretsky)

συσσήπω: размягчать, разлагать (τροφήν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

συσσήπω: ἐντελῶς διαβρέχω, διαλύω τὴν τροφὴν πρὸς χώνευσιν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 13· σήπω ὁμοῦ, κάμνω τι νὰ σαπῇ ἐπίσης, «τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον» Γεωπ. 4. 15, 3. - Παθητ., μετ’ ἐνεργ. πρκμ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ σήψεως, «σαπίζω», Αἰλ. π. Ζ. 10. 13, Κλήμ. Ἀλ. σ. 7.

Greek Monolingual

ΜΑ σήπω
κάνω κάτι να σαπίσει μαζί με κάτι άλλο («τὰς διασεσηπυίας τῶν ῥαγῶν ἐκτέμνουσι ψαλιδίῳ ἵνα μὴ συσσήψωσι τὰς πλησίον», Γεωπ.)
αρχ.
διαβρέχω εντελώς την τροφή για χώνευση.