ἐπισπερχής: Difference between revisions
ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν → they were virtuous because they were sprung from virtuous men, virtuous they were because they were sprung from men of virtue
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=episperchis | |Transliteration C=episperchis | ||
|Beta Code=e)pisperxh/s | |Beta Code=e)pisperxh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπισπερχές, [[hasty]], [[hurried]], μὴ ἐ. ἀλλ' ἀγαθὸς φαινέσθω Arist. ''Phgn.''808a7, cf.807b5. Adv. [[ἐπισπερχῶς]] [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.1.3: Comp.-εστέρως Aen. Tact.26.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπισπερχές, hasty, hurried, μὴ ἐ. ἀλλ' ἀγαθὸς φαινέσθω Arist. Phgn.808a7, cf.807b5. Adv. ἐπισπερχῶς X.Cyr.4.1.3: Comp.-εστέρως Aen. Tact.26.10.
German (Pape)
[Seite 981] ές, eilig, hastig, heftig, Arist. Physiogn. 3, wo er τρίχωμα μαλακόν, τῷ σώματι συγκεκαθικὸς οὐκ ἐπισπερχές entgegengesetzt. – Adv., Xen. Cyr. 4, 1, 3; ἐπισπερχεστέρως ἐξετάζειν, strenger untersuchen, Aen. Poliorc. 26.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
actif, empressé.
Étymologie: ἐπισπέρχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισπερχής: стремительный, поспешный, торопливый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισπερχής: -ές, ὁρμητικός, σφοδρός, τῷ σχήματι καὶ τῷ ἤθει τῷ ἐπὶ τοῦ προσώπου μὴ ἐπισπερχὴς ἀλλ’ ἀγαθὸς φαινέσθω Ἀριστ. Φυσιογν. 3, 2. ― Ἐπίρρ. -χῶς, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3. ― Κάθ’ Ἡσύχ., «ἐπισπερχῶς· μετὰ σπουδῆς».
Greek Monolingual
ἐπισπερχής, -ές (Α)
ορμητικός, σφοδρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σπερχής (< σπέρχομαι «κινούμαι ορμητικά»].
Greek Monotonic
ἐπισπερχής: -ές, ορμητικός, σφοδρός· επίρρ. -χῶς, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐπισπερχής, ές
hasty, hurried: adv. -χῶς, Xen. [from ἐπισπέρχω