αὐτόνοος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftonoos
|Transliteration C=aftonoos
|Beta Code=au)to/noos
|Beta Code=au)to/noos
|Definition=ον, contr. [[αὐτόνους]], [[αὐτόνουν]], of the [[Phaeacian]] [[ship]]s, [[instinct]] with [[sense]], <span class="bibl">Eust. 1153.32</span>, with allusion to the [[nymph]] [[Autonoe]].</span>
|Definition=αὐτόνοον, contr. [[αὐτόνους]], [[αὐτόνουν]], of the [[Phaeacian]] [[ship]]s, [[instinct]] with [[sense]], Eust. 1153.32, with allusion to the [[nymph]] [[Autonoe]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que está dotado de inteligencia]] νῆες τῶν Φαιάκων Eust.1153.32<br /><b class="num">•</b>[[que es todo inteligencia]] νοῦς <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.169.1.
|dgtxt=-ον<br />[[que está dotado de inteligencia]] νῆες τῶν Φαιάκων Eust.1153.32<br /><b class="num">•</b>[[que es todo inteligencia]] νοῦς <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.169.1.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />[[qui a sa volonté propre]], [[obstiné]], [[opiniâtre]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[νόος]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόνοος:''' стяж. [[αὐτόνους]] 2 [[своенравный]], [[упрямый]] ([[γνώμα]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἴδιος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτόνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ [[ἰδίᾳ]] γνώμᾳ, [[ὅπερ]] παραβιάζει τὸ [[μέτρον]]. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, [[ἅπερ]] καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.
|lstext='''αὐτόνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ [[ἰδίᾳ]] γνώμᾳ, [[ὅπερ]] παραβιάζει τὸ [[μέτρον]]. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, [[ἅπερ]] καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />[[qui a sa volonté propre]], [[obstiné]], [[opiniâtre]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[νόος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόνοος:''' -ον, συνηρ. <i>-[[νους]]</i>, <i>-ουν</i>, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[θέληση]], [[ισχυρογνώμων]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αὐτόνοος:''' -ον, συνηρ. <i>-[[νους]]</i>, <i>-ουν</i>, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[θέληση]], [[ισχυρογνώμων]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόνοος:''' стяж. [[αὐτόνους]] 2 [[своенравный]], [[упрямый]] ([[γνώμα]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἴδιος]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[self-willed]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[self-willed]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόνοος Medium diacritics: αὐτόνοος Low diacritics: αυτόνοος Capitals: ΑΥΤΟΝΟΟΣ
Transliteration A: autónoos Transliteration B: autonoos Transliteration C: aftonoos Beta Code: au)to/noos

English (LSJ)

αὐτόνοον, contr. αὐτόνους, αὐτόνουν, of the Phaeacian ships, instinct with sense, Eust. 1153.32, with allusion to the nymph Autonoe.

Spanish (DGE)

-ον
que está dotado de inteligencia νῆες τῶν Φαιάκων Eust.1153.32
que es todo inteligencia νοῦς Tz.Comm.Ar.1.169.1.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui a sa volonté propre, obstiné, opiniâtre.
Étymologie: αὐτός, νόος.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόνοος: стяж. αὐτόνους 2 своенравный, упрямый (γνώμα Aesch. - v.l. к ἴδιος).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ ἰδίᾳ γνώμᾳ, ὅπερ παραβιάζει τὸ μέτρον. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, ἅπερ καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.

Greek Monotonic

αὐτόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του θέληση, ισχυρογνώμων, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

self-willed, Aesch.