ἀναλδής: Difference between revisions
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=analdis | |Transliteration C=analdis | ||
|Beta Code=a)naldh/s | |Beta Code=a)naldh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀναλδές, ([[ἀλδαίνω]]) [[not thriving]], [[feeble]], καρποί Hp.Aër.15; [[barren]], Ar.''V.''1045 (anap.); ἄρουραι ἀναλδέα φυλλιόωσαι [[without fruiting]], Arat.333. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[raquítico]], [[pequeño]] καρποί Hp.<i>Aër</i>.15, οὐκέτι κεῖνον φυταλιαὶ ... ψεύδονται ἀναλδέα φυλλιόωσαι los árboles frutales ya no le pueden engañar cubriéndose de hojas desmedradas</i> Arat.333<br /><b class="num">•</b>de estrellas [[poco brillante]] Arat.394.<br /><b class="num">2</b> fig. [[estéril]], [[infructuoso]] διανοίας ... ἀναλδεῖς Ar.<i>V</i>.1045. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0195.png Seite 195]] ές, 1) nicht gedeihend, kraftlos, Ar. Vesp. 1045. – 2) das Wachsthum hemmend, von den Gestirnen, Arat. 333; aber ἀστέρες ἀναλδέες 394 sind kleine Sterne. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui ne croît pas]], [[qui reste petit]] <i>ou</i> chétif;<br /><b>2</b> [[qui arrête la croissance]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀλδαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναλδής:''' [[невсхожий]], [[не дающий ростков]], [[нежизнеспособный]] Arph. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναλδής''': -ές, ([[ἀλδαίνω]]) ὁ μὴ προκόπτων, ὁ μὴ [[καλῶς]] ἀναπτυσσόμενος, «οἵ τε καρποὶ οἱ γινόμενοι αὐτέοισι πάντες ἀναλδέες [[εἰσί]]», «ἀναυξεῖς» Ἐρωτιαν., κοιν. «ἀρρωστιάρικοι», Ἱππ. περὶ Ἀέρ. LXXXIII, ἔκδ. Κοραῆ. Ἴδε σημ. τοῦ αὐτοῦ ἐν Β΄ τόμ. Γαλλ. ἔκδ. σ. 233· πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1045. 2) ἐνεργ., ὁ παρακωλύων τὴν αὔξησιν, Ἄρατ. 333. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀναλδής]], -ές (Α) [[ἀναλδαίνω]]<br /><b>1.</b> (για καρπούς) αυτός που δεν αυξάνεται, δεν αναπτύσσεται κανονικά, [[ατροφικός]]<br /><b>2.</b> (για άνδρα) [[άγονος]], [[άκαρπος]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναλδής:''' -ές ([[ἀλδαίνω]]), μη [[ακμαίος]], μη [[ρωμαλέος]], [[άρρωστος]], [[ασθενής]], σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀλδαίνω]]<br />not [[thriving]], [[feeble]], Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναλδές, (ἀλδαίνω) not thriving, feeble, καρποί Hp.Aër.15; barren, Ar.V.1045 (anap.); ἄρουραι ἀναλδέα φυλλιόωσαι without fruiting, Arat.333.
Spanish (DGE)
-ές
1 raquítico, pequeño καρποί Hp.Aër.15, οὐκέτι κεῖνον φυταλιαὶ ... ψεύδονται ἀναλδέα φυλλιόωσαι los árboles frutales ya no le pueden engañar cubriéndose de hojas desmedradas Arat.333
•de estrellas poco brillante Arat.394.
2 fig. estéril, infructuoso διανοίας ... ἀναλδεῖς Ar.V.1045.
German (Pape)
[Seite 195] ές, 1) nicht gedeihend, kraftlos, Ar. Vesp. 1045. – 2) das Wachsthum hemmend, von den Gestirnen, Arat. 333; aber ἀστέρες ἀναλδέες 394 sind kleine Sterne.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui ne croît pas, qui reste petit ou chétif;
2 qui arrête la croissance.
Étymologie: ἀ, ἀλδαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλδής: невсхожий, не дающий ростков, нежизнеспособный Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλδής: -ές, (ἀλδαίνω) ὁ μὴ προκόπτων, ὁ μὴ καλῶς ἀναπτυσσόμενος, «οἵ τε καρποὶ οἱ γινόμενοι αὐτέοισι πάντες ἀναλδέες εἰσί», «ἀναυξεῖς» Ἐρωτιαν., κοιν. «ἀρρωστιάρικοι», Ἱππ. περὶ Ἀέρ. LXXXIII, ἔκδ. Κοραῆ. Ἴδε σημ. τοῦ αὐτοῦ ἐν Β΄ τόμ. Γαλλ. ἔκδ. σ. 233· πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1045. 2) ἐνεργ., ὁ παρακωλύων τὴν αὔξησιν, Ἄρατ. 333.
Greek Monolingual
ἀναλδής, -ές (Α) ἀναλδαίνω
1. (για καρπούς) αυτός που δεν αυξάνεται, δεν αναπτύσσεται κανονικά, ατροφικός
2. (για άνδρα) άγονος, άκαρπος.
Greek Monotonic
ἀναλδής: -ές (ἀλδαίνω), μη ακμαίος, μη ρωμαλέος, άρρωστος, ασθενής, σε Αριστοφ.