διμηνιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diminiaios
|Transliteration C=diminiaios
|Beta Code=dimhniai=os
|Beta Code=dimhniai=os
|Definition=α, ον, [[two months old]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>19</span>, <span class="bibl"><span class="title">Mul.</span> 1.47</span>; [[of two months]], χρόνος <span class="bibl">Cleom.1.7</span>, <span class="bibl">Gem.6.14</span>, <span class="title">Gp.</span>17.3.3 ([[varia lectio|v.l.]] [[-μηναῖος]]).
|Definition=α, ον, [[two months old]], Hp.''Nat.Mul.''19, ''Mul.'' 1.47; [[of two months]], χρόνος Cleom.1.7, Gem.6.14, ''Gp.''17.3.3 ([[varia lectio|v.l.]] [[διμηναῖος]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διμηναῖος Ath.Al.M.28.1556A, Anat.<i>Bub</i>.3.3<br /><b class="num">1</b> de pers. [[de dos meses de edad o de vida]] παιδίον ὡς διμηνιαῖον Hp.<i>Epid</i>.7.106, ἔμβρυον Hp.<i>Mul</i>.1.47, δ.· bimenstruus</i>, <i>Gloss</i>.2.277.<br /><b class="num">2</b> c. palabras de ‘[[tiempo]]’ [[de dos meses]], [[que dura dos meses]] διμηνιαίαν τῶν ἡμερῶν τὴν μεγίστην ἡμέραν συμβαίνει γίνεσθαι el día más largo llega a durar dos meses</i> Gem.6.14, cf. Cleom.1.4.218, χρόνος <i>PFam.Teb</i>.15.59 (II d.C.), Ath.Al.l.c., <i>Gp</i>.17.3.3, Anat.l.c.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διμηνιαῖος''': -α, -ον, δύο μηνῶν τὴν ἡλικίαν, Ἱππ. 690Α, 757F.
|lstext='''διμηνιαῖος''': -α, -ον, δύο μηνῶν τὴν ἡλικίαν, Ἱππ. 690Α, 757F.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> διμηναῖος Ath.Al.M.28.1556A, Anat.<i>Bub</i>.3.3<br /><b class="num">1</b> de pers. [[de dos meses de edad o de vida]] παιδίον ὡς διμηνιαῖον Hp.<i>Epid</i>.7.106, ἔμβρυον Hp.<i>Mul</i>.1.47, δ.· bimenstruus</i>, <i>Gloss</i>.2.277.<br /><b class="num">2</b> c. palabras de ‘[[tiempo]]’ [[de dos meses]], [[que dura dos meses]] διμηνιαίαν τῶν ἡμερῶν τὴν μεγίστην ἡμέραν συμβαίνει γίνεσθαι el día más largo llega a durar dos meses</i> Gem.6.14, cf. Cleom.1.4.218, χρόνος <i>PFam.Teb</i>.15.59 (II d.C.), Ath.Al.l.c., <i>Gp</i>.17.3.3, Anat.l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ο (Α διμηνιαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία [[άδεια]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται [[κάθε]] δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)<br /><b>αρχ.</b><br />ηλικίας δύο μηνών.
|mltxt=-αία, -ο (Α διμηνιαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία [[άδεια]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται [[κάθε]] δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)<br /><b>αρχ.</b><br />ηλικίας δύο μηνών.
}}
{{pape
|ptext=<i>zwei [[Monate]] alt</i>, Hippocr. und Sp.
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐμηνιαῖος Medium diacritics: διμηνιαῖος Low diacritics: διμηνιαίος Capitals: ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: dimēniaîos Transliteration B: dimēniaios Transliteration C: diminiaios Beta Code: dimhniai=os

English (LSJ)

α, ον, two months old, Hp.Nat.Mul.19, Mul. 1.47; of two months, χρόνος Cleom.1.7, Gem.6.14, Gp.17.3.3 (v.l. διμηναῖος).

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): διμηναῖος Ath.Al.M.28.1556A, Anat.Bub.3.3
1 de pers. de dos meses de edad o de vida παιδίον ὡς διμηνιαῖον Hp.Epid.7.106, ἔμβρυον Hp.Mul.1.47, δ.· bimenstruus, Gloss.2.277.
2 c. palabras de ‘tiempode dos meses, que dura dos meses διμηνιαίαν τῶν ἡμερῶν τὴν μεγίστην ἡμέραν συμβαίνει γίνεσθαι el día más largo llega a durar dos meses Gem.6.14, cf. Cleom.1.4.218, χρόνος PFam.Teb.15.59 (II d.C.), Ath.Al.l.c., Gp.17.3.3, Anat.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

διμηνιαῖος: -α, -ον, δύο μηνῶν τὴν ἡλικίαν, Ἱππ. 690Α, 757F.

Greek Monolingual

-αία, -ο (Α διμηνιαῖος, -α, -ον)
αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία άδεια»)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό»)
αρχ.
ηλικίας δύο μηνών.

German (Pape)

zwei Monate alt, Hippocr. und Sp.