εὐωρία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evoria | |Transliteration C=evoria | ||
|Beta Code=eu)wri/a | |Beta Code=eu)wri/a | ||
|Definition=ἡ, (ὥρα) < | |Definition=ἡ, ([[ὥρα]])<br><span class="bld">A</span> [[fineness of the season]], Longus 1.9.<br><span class="bld">II</span> ([[ὤρα]]) [[freedom from care]], Sammelb.4324.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (ὥρα)
A fineness of the season, Longus 1.9.
II (ὤρα) freedom from care, Sammelb.4324.7.
German (Pape)
[Seite 1111] ἡ, Sorglosigkeit, Ruhe u. Heiterkeit, Long. 1, 9; VLL., wie Phot. erkl. ὀλιγωρία. Über die Interaspiration vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 316.
Greek (Liddell-Scott)
εὐωρία: ἡ, (ὥρα) εὐάρεστος ὥρα, Λόγγος 1. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐωρία· ὀλιγωρία, ἀμέλεια», καὶ κατὰ Φώτιον: «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ ῥᾳθυμότερόν πως ἔχειν».
Greek Monolingual
(I)
εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] Ι]
1. (κατά τον Ησύχ.) ολιγωρία, αμέλεια
2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν».
(II)
εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] II]
η ωραιότητα της εποχής, της ώρας, η ευκρασία.