γοήτευμα: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=goitevma | |Transliteration C=goitevma | ||
|Beta Code=goh/teuma | |Beta Code=goh/teuma | ||
|Definition=ατος, τό, [[spell]], [[charm]], | |Definition=-ατος, τό, [[spell]], [[charm]], [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 44c, Alciphr.3.17, Ael. ''NA''3.17, Agath.''Praef.''; τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.''Abst.''1.43. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, spell, charm, Pl.Phlb. 44c, Alciphr.3.17, Ael. NA3.17, Agath.Praef.; τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.Abst.1.43.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 hechizo, seducción καὶ αὐτὸ τοῦτο ... ἡδονὴν εἶναι Pl.Phlb.44c, cf. Ael.NA 3.17, Agath.proem.7, Aristaenet.2.18.42, tb. plu. τοὺς ἀθλίους τουτουσὶ θέλγε τοῖς γοητεύμασιν Alciphr.2.14.2, τοῖς φαρμάκοις καὶ τοῖς γοητεύμασι Plot.4.4.40.
2 encanto, fascinación que produce sobre el alma la vida terrena τὸ γ. τῆς φύσεως Porph.Abst.1.43, cf. 28.
German (Pape)
[Seite 500] τό, Zauberstück, Trug, Gegensatz ἡδονή, Plat. Phil. 44 c; Sp. öfter.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. γοητεία.
Étymologie: γοητεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γοήτευμα -ατος, τό γοητεύω betovering, toverij.
Russian (Dvoretsky)
γοήτευμα: ατος τό обольщение, навождение, обман (γ., ἀλλ᾽ οὐχ ἡδονή Plat.).
Greek Monolingual
γοήτευμα, το (Α) γοητεύω
μαγικό τέχνασμα, μάγια.
Greek (Liddell-Scott)
γοήτευμα: τό, μαγικὸν τέχνασμα, παίγνιον, μαγγανεία, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πλάτ. Φιλ. 44C, Ἀλκίφρων 3. 17.