ἄλιμος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alimos | |Transliteration C=alimos | ||
|Beta Code=a)/limos | |Beta Code=a)/limos | ||
|Definition= | |Definition=ἄλιμον, [[banishing hunger]], [[τροφή]], afood said to be prepared from asphodel and mallows, Herodor.1.J., Hermipp.Hist.1.8, cf. Plu.2.157d, Porph.''Abst.''4.20. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que quita el hambre]] τροφή Herodor.1, cf. Hermipp.Hist.12a, Plu.2.157d, Porph.<i>Abst</i>.4.20. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui apaise la faim.<br />'''Étymologie:''' | |btext=ος, ον :<br />[[qui apaise la faim]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λιμός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄλιμος]], -ον (Α) [[λιμός]]<br />αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την [[πείνα]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄλιμος]], -ον (Α) [[λιμός]]<br />αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την [[πείνα]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἅλιμος]], -ον (Α) [[ἅλς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[θάλασσα]] ή προέρχεται από αυτήν<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἅλιμον</i><br />[[παραλία]], [[ακροθαλασσιά]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> <b>αρχ.</b> <i>ἅλιμον</i>, το (στον <b>Διοσκ.</b>) [[ἅλιμος]], ο<br />[[αρμυρήθρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄλῑμος:''' утоляющий голод ([[δύναμις]], σιτία Plut.). | |elrutext='''ἄλῑμος:''' [[утоляющий голод]] ([[δύναμις]], σιτία Plut.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄλιμον, banishing hunger, τροφή, afood said to be prepared from asphodel and mallows, Herodor.1.J., Hermipp.Hist.1.8, cf. Plu.2.157d, Porph.Abst.4.20.
Spanish (DGE)
-ον
que quita el hambre τροφή Herodor.1, cf. Hermipp.Hist.12a, Plu.2.157d, Porph.Abst.4.20.
German (Pape)
[Seite 96] hungervertreibend, φάρμακον, δύναμις, Plut. Conv. sap. 14; vgl. Ath. II, 58 f IV, 161 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apaise la faim.
Étymologie: ἀ, λιμός.
Greek Monolingual
(I)
ἄλιμος, -ον (Α) λιμός
αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την πείνα.
(II)
ἅλιμος, -ον (Α) ἅλς
1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα ή προέρχεται από αυτήν
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἅλιμον
παραλία, ακροθαλασσιά
3. ως ουσ. αρχ. ἅλιμον, το (στον Διοσκ.) ἅλιμος, ο
αρμυρήθρα.
Russian (Dvoretsky)
ἄλῑμος: утоляющий голод (δύναμις, σιτία Plut.).