μυλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myloeidis
|Transliteration C=myloeidis
|Beta Code=muloeidh/s
|Beta Code=muloeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like a millstone]], βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ <span class="bibl">Il.7.270</span>, cf. <span class="bibl">Batr.213a</span>. Adv. -δῶς, περιδινεῖσθαι <span class="title">Placit.</span>2.2.4.</span>
|Definition=μυλοειδές, [[like a millstone]], βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Il.7.270, cf. Batr.213a. Adv. [[μυλοειδῶς]], περιδινεῖσθαι ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.2.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ές, mühlenartig, mühlsteinartig; [[πέτρος]], Il. 7, 270; Batrach. 212.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ές, mühlenartig, mühlsteinartig; [[πέτρος]], Il. 7, 270; Batrach. 212.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui ressemble à une meule]].<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῠλοειδής:''' [[похожий на жернов]] ([[πέτρος]] Hom., Batr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς μυλόπετραν, Λατ. molaris, βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Ἰλ. Η. 270, πρβλ. Βατρ. 217. Ἐπίρρ -δῶς, Θεοδώρητ. IV, 904B.
|lstext='''μῠλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς μυλόπετραν, Λατ. molaris, βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Ἰλ. Η. 270, πρβλ. Βατρ. 217. Ἐπίρρ -δῶς, Θεοδώρητ. IV, 904B.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à une meule.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῠλοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που έχει [[μορφή]] μυλόπετρας, Λατ. [[molaris]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μῠλοειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), αυτός που έχει [[μορφή]] μυλόπετρας, Λατ. [[molaris]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠλοειδής:''' похожий на жернов ([[πέτρος]] Hom., Batr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῠλο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />like a millstone, Lat. [[molaris]], Il.
|mdlsjtxt=μῠλο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />like a millstone, Lat. [[molaris]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλοειδής Medium diacritics: μυλοειδής Low diacritics: μυλοειδής Capitals: ΜΥΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: myloeidḗs Transliteration B: myloeidēs Transliteration C: myloeidis Beta Code: muloeidh/s

English (LSJ)

μυλοειδές, like a millstone, βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Il.7.270, cf. Batr.213a. Adv. μυλοειδῶς, περιδινεῖσθαι Placit.2.2.4.

German (Pape)

[Seite 217] ές, mühlenartig, mühlsteinartig; πέτρος, Il. 7, 270; Batrach. 212.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à une meule.
Étymologie: μύλη, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

μῠλοειδής: похожий на жернов (πέτρος Hom., Batr.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μυλόπετραν, Λατ. molaris, βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Ἰλ. Η. 270, πρβλ. Βατρ. 217. Ἐπίρρ -δῶς, Θεοδώρητ. IV, 904B.

English (Autenrieth)

ές (εἶδος): like a millstone, Il. 7.270†.

Greek Monolingual

μηλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με μυλόπετρα.
επίρρ...
μυλοειδῶς (Α)
με τρόπο που θυμίζει κατεργασία με μυλόπετρα, σαν μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -ειδής].

Greek Monotonic

μῠλοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει μορφή μυλόπετρας, Λατ. molaris, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μῠλο-ειδής, ές εἶδος
like a millstone, Lat. molaris, Il.