πηλαῖος: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pilaios | |Transliteration C=pilaios | ||
|Beta Code=phlai=os | |Beta Code=phlai=os | ||
|Definition=α, ον, (πηλός) < | |Definition=α, ον, ([[πηλός]])<br><span class="bld">A</span> [[made of clay]], πλίνθος Man.4.292.<br><span class="bld">II</span> [[living in mud]], of fish, Paus.4.34.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από πηλό<br /><b>2.</b> (για ψάρια) αυτός που ζει σε λασπόνερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ( | |mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από πηλό<br /><b>2.</b> (για ψάρια) αυτός που ζει σε λασπόνερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[τροχαίος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, (πηλός)
A made of clay, πλίνθος Man.4.292.
II living in mud, of fish, Paus.4.34.2.
German (Pape)
[Seite 610] 1) von Lehm, Thon gemacht, πλίνθος, Maneth. 4, 292. – 2) ὁ π., eine Fischart.
Greek (Liddell-Scott)
πηλαῖος: -α, -ον, (πηλὸς) πεποιημένος ἐκ πηλοῦ, πλίνθος Μανέθων 4. 292. ΙΙ. ὁ ἐντὸς πηλωδῶν ὑδάτων ζῶν, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος κεφάλου, «οἱ κέφαλοι δέ, ἅτε ἰχθύων ὄντες τῶν πηλαίων, ποταμῶν φίλοι τῶν θολερωτέρων εἰσὶ» Παυσ. 4. 34, 2.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
1. κατασκευασμένος από πηλό
2. (για ψάρια) αυτός που ζει σε λασπόνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τροχαίος)].