ἀποσκίμπτω: Difference between revisions
From LSJ
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aposkimpto | |Transliteration C=aposkimpto | ||
|Beta Code=a)poski/mptw | |Beta Code=a)poski/mptw | ||
|Definition= | |Definition== [[ἀποσκήπτω]].—Pass., <b class="b3">δνο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι</b> it is good to have two anchors [[fastened to]] the ship, Pi. ''O.''6.101. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[lanzar]] ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ... ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δύ' ἄγκυραι está bien ... tener echadas dos anclas desde la nave</i> Pi.<i>O</i>.6.101. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0325.png Seite 325]] = [[ἀποσκήπτω]], Pind. Ol. 6, 101 δύο ἄγκυραι ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0325.png Seite 325]] = [[ἀποσκήπτω]], Pind. Ol. 6, 101 δύο ἄγκυραι ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποσκίμπτω''': μέλλ. -ψω, = [[ἀποσκήπτω]]: παθ., δύο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμθαι, [[εἶναι]] καλὸν νὰ ἔχῃ τις δύο ἀγκύρας ἐρριμένας ἐκ τοῦ πλοίου του εἰς τὴν θάλασσαν, Πινδ. Ο. 6. 172. | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ἀποσκίμπτω]] [[throw]] [[down]] ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι ([[varia lectio|v.l.]] ἀπεσκῆφθαι) (O. 6.101) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀποσκίμπτω]] (Α)<br />[[αποσκήπτω]], [[ρίχνω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
= ἀποσκήπτω.—Pass., δνο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι it is good to have two anchors fastened to the ship, Pi. O.6.101.
Spanish (DGE)
lanzar ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ... ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δύ' ἄγκυραι está bien ... tener echadas dos anclas desde la nave Pi.O.6.101.
German (Pape)
[Seite 325] = ἀποσκήπτω, Pind. Ol. 6, 101 δύο ἄγκυραι ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκίμπτω: μέλλ. -ψω, = ἀποσκήπτω: παθ., δύο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμθαι, εἶναι καλὸν νὰ ἔχῃ τις δύο ἀγκύρας ἐρριμένας ἐκ τοῦ πλοίου του εἰς τὴν θάλασσαν, Πινδ. Ο. 6. 172.
English (Slater)
ἀποσκίμπτω throw down ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (v.l. ἀπεσκῆφθαι) (O. 6.101)
Greek Monolingual
ἀποσκίμπτω (Α)
αποσκήπτω, ρίχνω.