πυριλαμπής: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyrilampis | |Transliteration C=pyrilampis | ||
|Beta Code=purilamph/s | |Beta Code=purilamph/s | ||
|Definition= | |Definition=πυριλαμπές, [[bright with fire]], ἀστέρες ''AP''5.15 (Marc. Arg. cod. Plan., [[περιλάμπει]] cod.Pal.), cf. Arat.1040, ''Hymn.Is.''8, Opp.''C.''3.72, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
πυριλαμπές, bright with fire, ἀστέρες AP5.15 (Marc. Arg. cod. Plan., περιλάμπει cod.Pal.), cf. Arat.1040, Hymn.Is.8, Opp.C.3.72, al.
German (Pape)
[Seite 822] ές, mit Feuer oder wie Feuer glänzend; Arat. 1040; Opp. Cyn. 3, 72; ἀστέρες, M. Arg. 10 (V, 16); oft bei Maneth.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille comme du feu.
Étymologie: πῦρ, λάμπω.
Russian (Dvoretsky)
πῠρῐλαμπής: сияющий огнем, сверкающий (sc. σίδηρος Plut. - v.l. περιλαμπής; ἀστέρες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐλαμπής: -ές, ὁ λάμπων ὡς πῦρ, ἀστέρες Ἀνθ. Π. 5. 16· δίφρος [ἠελίοιο] αὐτόθι 1. 10, 41, πρβλ. Ἄρατ. 1040, Ὀππ. Κυν. 3. 72· ὁ σίδηρος στίλβει πυριλαμπὲς Πλουτ. Κράσσ. 24 Schäf.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά («πυριλαμπεῖς ἀστέρες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. νυκτι-λαμπής, φωτολαμπής.
Greek Monotonic
πῠρῐλαμπής: -ές (λάμπω), αυτός που λάμπει όπως η φωτιά, σε Πλούτ.
Middle Liddell
πῠρῐ-λαμπής, ές λάμπω
bright with fire, Plut.
Léxico de magia
-ές resplandeciente por el fuego de la divinidad suprema δεῦρό μοι, πυριλαμπὲς πνεῦμα ven junto a mí, espíritu que resplandece por el fuego P VII 965 de Afrodita ἄξον μοι φῶς καὶ τὸ καλόν σου πρόσωπον ... πυριλαμ<πῆ, ἀμ>φιπυριφερῆ tráeme luz y tu hermoso rostro, tú resplandeciente por el fuego, que llevas fuego a tu alrededor P IV 3244