ἀπρόϊτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aproitos
|Transliteration C=aproitos
|Beta Code=a)pro/i+tos
|Beta Code=a)pro/i+tos
|Definition=[ῐ], ον, [[not proceeding]] or [[emanating]] (cf. [[ἀπρόοδος]]), <span class="bibl">Dam. <span class="title">Pr.</span>34</span>; θερμή Gal.14.729. Adv. -τως Hsch.
|Definition=[ῐ], ον, [[not proceeding]] or [[not emanating]] (cf. [[ἀπρόοδος]]), Dam. ''Pr.''34; θερμή Gal.14.729. Adv. [[ἀπροΐτως]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de animados [[que no sale al exterior]] ὁ [[Διόσκορος]] σήμερον [[δέκα]] ἡμέραι (l. ἡμέρας) ἀπρόϊτός ἐστιν <i>SB</i> 7330.9 (II d.C.), [[ἄρκτος]] Eustr.<i>in EN</i> 328, [[ἄνθρωπος]] Horap.2.64<br /><b class="num">•</b>en sent. fil. [[que no emana]] ἐκεῖνο [[ἄρα]] πάντῃ ἀπρόϊτον, οὐδὲ ἔλλαμψιν ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] προϊέμενον εἰς οὐδὲν τῶν πάντων Dam.<i>Pr</i>.34, cf. Io.Mal.<i>Chron</i>.M.97.532B<br /><b class="num">•</b>[[ἀπρόϊτος]]· [[ἀνέξοδος]] Hsch., Sud.<br /><b class="num">2</b> [[intolerable]] σημειούμεθα δὲ τοὺς πυρέττοντας ἐκ τῆς θερμῆς τῆς ἐπιτεταμένης καὶ ἀπροΐτου οὔσης diagnosticamos a los que tienen fiebre por el calor intenso e [[intolerable]]</i> Gal.14.729.<br /><b class="num">3</b> neutr. subst. [[τὸ ἀπρόϊτον]] Ephr.Syr.3.425F.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπρόϊτος''': -ον, «[[ἀνέξοδος]]» Κύριλλ.· «[[ἀπρόϊτος]], ὁ τῆς οἰκίας μὴ ἐξερχόμενος» Σουΐδ.· ἐν γένει ὁ μὴ ἐξερχόμενος ἔκ τινος μέρους, «τῶν χειλέων τοῦ βασιλέως ἀπρόϊτα» Νικ. Χων. σ. 52. 24. - Ἐπίρρ. ἀπροΐτως, «ἀνεξόδως» Ἡσύχ.
|lstext='''ἀπρόϊτος''': -ον, «[[ἀνέξοδος]]» Κύριλλ.· «[[ἀπρόϊτος]], ὁ τῆς οἰκίας μὴ ἐξερχόμενος» Σουΐδ.· ἐν γένει ὁ μὴ ἐξερχόμενος ἔκ τινος μέρους, «τῶν χειλέων τοῦ βασιλέως ἀπρόϊτα» Νικ. Χων. σ. 52. 24. - Ἐπίρρ. ἀπροΐτως, «ἀνεξόδως» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de animados [[que no sale al exterior]] ὁ [[Διόσκορος]] σήμερον [[δέκα]] ἡμέραι (l. ἡμέρας) ἀπρόϊτός ἐστιν <i>SB</i> 7330.9 (II d.C.), [[ἄρκτος]] Eustr.<i>in EN</i> 328, [[ἄνθρωπος]] Horap.2.64<br /><b class="num">•</b>en sent. fil. [[que no emana]] ἐκεῖνο [[ἄρα]] πάντῃ ἀπρόϊτον, οὐδὲ ἔλλαμψιν ἀφ' [[ἑαυτοῦ]] προϊέμενον εἰς οὐδὲν τῶν πάντων Dam.<i>Pr</i>.34, cf. Io.Mal.<i>Chron</i>.M.97.532B<br /><b class="num">•</b>[[ἀπρόϊτος]]· [[ἀνέξοδος]] Hsch., Sud.<br /><b class="num">2</b> [[intolerable]] σημειούμεθα δὲ τοὺς πυρέττοντας ἐκ τῆς θερμῆς τῆς ἐπιτεταμένης καὶ ἀπροΐτου οὔσης diagnosticamos a los que tienen fiebre por el calor intenso e intolerable</i> Gal.14.729.<br /><b class="num">3</b> neutr. subst. τὸ ἀπρόϊτον Ephr.Syr.3.425F.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπρόϊτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που δεν βγαίνει έξω, που μένει κλεισμένος [[κάπου]].
|mltxt=[[ἀπρόϊτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που δεν βγαίνει έξω, που μένει κλεισμένος [[κάπου]].
}}
{{trml
|trtx====[[intolerable]]===
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: [[intolérable]]; Galician: intolerable; German: [[unerträglich]];  Greek: [[αβάσταγος]], [[αβάσταχτος]], [[ανταγιάντιστος]], [[ανυπόφερτος]], [[ανυπόφορος]], [[απάλευτος]], [[ασήκωτος]], [[αφόρητος]], [[δεν αντέχεται]], [[δεν τρώγεται]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσβάσταχτος]], [[δυσκολοβάσταχτος]], [[δυσκολοϋπόφερτος]]; Ancient Greek: [[ἀβάστακτος]], [[ἄβιος]], [[ἀβίωτος]], [[ἀκαταφόρητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἀνυπότλητος]], [[ἀνυπόφορος]], [[ἀπρόϊτος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτλατος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύτλητος]], [[βαρύτλατος]], [[δυσανάσχετος]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσέκδεκτος]], [[δυσκόμιστος]], [[δύσλοφος]], [[δύσοιστος]], [[δυσύποιστος]], [[δυσυπομένητος]], [[δυσυπομόνητος]], [[δυσφερής]], [[δύσφορος]], [[οὐ τλητός]], [[οὐ φορητός]], [[οὐκ ἀνασχετός]], [[οὐκ ἀνεκτός]], [[οὐχ ὑποστατός]], [[πάνδεινος]]; Icelandic: óþolandi; Latin: [[intolerabilis]], [[intolerandus]]; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: [[intolerável]]; Russian: [[невыносимый]], [[нестерпимый]], [[несносный]]; Spanish: [[intolerable]]; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόϊτος Medium diacritics: ἀπρόϊτος Low diacritics: απρόϊτος Capitals: ΑΠΡΟΪΤΟΣ
Transliteration A: apróïtos Transliteration B: aproitos Transliteration C: aproitos Beta Code: a)pro/i+tos

English (LSJ)

[ῐ], ον, not proceeding or not emanating (cf. ἀπρόοδος), Dam. Pr.34; θερμή Gal.14.729. Adv. ἀπροΐτως Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 de animados que no sale al exteriorΔιόσκορος σήμερον δέκα ἡμέραι (l. ἡμέρας) ἀπρόϊτός ἐστιν SB 7330.9 (II d.C.), ἄρκτος Eustr.in EN 328, ἄνθρωπος Horap.2.64
en sent. fil. que no emana ἐκεῖνο ἄρα πάντῃ ἀπρόϊτον, οὐδὲ ἔλλαμψιν ἀφ' ἑαυτοῦ προϊέμενον εἰς οὐδὲν τῶν πάντων Dam.Pr.34, cf. Io.Mal.Chron.M.97.532B
ἀπρόϊτος· ἀνέξοδος Hsch., Sud.
2 intolerable σημειούμεθα δὲ τοὺς πυρέττοντας ἐκ τῆς θερμῆς τῆς ἐπιτεταμένης καὶ ἀπροΐτου οὔσης diagnosticamos a los que tienen fiebre por el calor intenso e intolerable Gal.14.729.
3 neutr. subst. τὸ ἀπρόϊτον Ephr.Syr.3.425F.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόϊτος: -ον, «ἀνέξοδος» Κύριλλ.· «ἀπρόϊτος, ὁ τῆς οἰκίας μὴ ἐξερχόμενος» Σουΐδ.· ἐν γένει ὁ μὴ ἐξερχόμενος ἔκ τινος μέρους, «τῶν χειλέων τοῦ βασιλέως ἀπρόϊτα» Νικ. Χων. σ. 52. 24. - Ἐπίρρ. ἀπροΐτως, «ἀνεξόδως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀπρόϊτος, -ον (Μ)
αυτός που δεν βγαίνει έξω, που μένει κλεισμένος κάπου.

Translations

intolerable

Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis, intolerandus; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎