πρέσβειρα: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(34) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=presveira | |Transliteration C=presveira | ||
|Beta Code=pre/sbeira | |Beta Code=pre/sbeira | ||
|Definition=ἡ, fem. of | |Definition=ἡ, fem. of πρέσβυς, θεῶν π. ''h.Ven.'' 32; π. Ἐρινύων E.''IT''963; opp. [[νεᾶνις]], Ar.''Lys.''86; Com. of a large eel, π. Κωπᾴδων κορᾶν Id.''Ach.''883. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br />(ως θηλ. τ. του [[πρέσβυς]]) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που [[είναι]] [[πρεσβευτής]]<br /><b>2.</b> η [[σύζυγος]] του πρέσβευτή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτή που έχει [[μεγάλη]] [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> (στην κωμ.) το μεγαλύτερο [[χέλι]] της Κωπαΐδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. τ. του [[πρέσβυς]] [[κατά]] το <i>αυτιάνειρα</i>]. | |mltxt=η, ΝΑ<br />(ως θηλ. τ. του [[πρέσβυς]]) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που [[είναι]] [[πρεσβευτής]]<br /><b>2.</b> η [[σύζυγος]] του πρέσβευτή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτή που έχει [[μεγάλη]] [[ηλικία]]<br /><b>2.</b> (στην κωμ.) το μεγαλύτερο [[χέλι]] της Κωπαΐδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. τ. του [[πρέσβυς]] [[κατά]] το <i>αυτιάνειρα</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρέσβειρα:''' ἡ, θηλ. του [[πρέσβυς]] = [[πρέσβα]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρέσβειρα:''' adj. f HH, Eur., Arph. = [[πρέσβα]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρέσβειρα -ας f. van πρέσβυς. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πρέσβειρα]], ἡ, [fem. of [[πρέσβυς]], = [[πρέσβα]], Hhymn., Eur.] | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ [[anciana]] ref. a Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., νομαῖε, Ἀλκυόνη, χρυσοστεφή, π. <b class="b3">a ti te suplico, pastoril, Alcíone, que llevas una corona de oro, anciana</b> P IV 2272 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, fem. of πρέσβυς, θεῶν π. h.Ven. 32; π. Ἐρινύων E.IT963; opp. νεᾶνις, Ar.Lys.86; Com. of a large eel, π. Κωπᾴδων κορᾶν Id.Ach.883.
German (Pape)
[Seite 698] ἡ, = πρέσβα; θεῶν πρέσβειρα, H. h. Ven. 32; Eur. I. T. 963; Macedon. 38 (XI, 380); – komisch heißt bei Ar. der größte kopaische Aal πρέσβειρα Κωπᾴδων κορᾶν, Ach. 848.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj.
c. πρέσβα.
Spanish
Greek Monolingual
η, ΝΑ
(ως θηλ. τ. του πρέσβυς) νεοελλ.
1. γυναίκα που είναι πρεσβευτής
2. η σύζυγος του πρέσβευτή
αρχ.
1. αυτή που έχει μεγάλη ηλικία
2. (στην κωμ.) το μεγαλύτερο χέλι της Κωπαΐδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. του πρέσβυς κατά το αυτιάνειρα].
Greek Monotonic
πρέσβειρα: ἡ, θηλ. του πρέσβυς = πρέσβα, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πρέσβειρα: adj. f HH, Eur., Arph. = πρέσβα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρέσβειρα -ας f. van πρέσβυς.
Middle Liddell
πρέσβειρα, ἡ, [fem. of πρέσβυς, = πρέσβα, Hhymn., Eur.]
Léxico de magia
ἡ anciana ref. a Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., νομαῖε, Ἀλκυόνη, χρυσοστεφή, π. a ti te suplico, pastoril, Alcíone, que llevas una corona de oro, anciana P IV 2272