εὐηχής: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evichis
|Transliteration C=evichis
|Beta Code=eu)hxh/s
|Beta Code=eu)hxh/s
|Definition=Dor. εὐᾱχης, ές, [[well-sounding]], [[tuneful]], ὕμνος <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.14</span>; ὑμέναιος <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>296</span>; ὄργανον Plu.2.437d; [[euphonious]], <span class="bibl">Phld. <span class="title">Po.</span>2.3</span>.
|Definition=Dor. [[εὐαχης]], ές, [[well-sounding]], [[tuneful]], ὕμνος Pi.''P.''2.14; ὑμέναιος Call.''Del.''296; ὄργανον Plu.2.437d; [[euphonious]], Phld. ''Po.''2.3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />au bruit harmonieux <i>ou</i> sonore.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἦχος]].
|btext=ής, ές :<br />au bruit harmonieux <i>ou</i> sonore.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἦχος]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[schönklingend]]</i>; [[ὕμνος]] [[εὐηχής]] Pind. <i>P</i>. 2.14; [[ὑμέναιος]] Callim. <i>Del</i>. 296; Sp., wie Plut. <i>Def. orac</i>. 50. Vgl. auch [[εὐήκης]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐηχής]], -ές (ΑΜ) (Α και δωρ. τ. [[εὐαχής]], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[εύηχος]] («εὐαχέα ὕμνον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει αρμονική [[φωνή]], ο [[εύφωνος]] («ἵνα τορόν τε καὶ εὐηχὲς φθέγξηται», Συν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηχή</i> ή [[ήχος]] (<i>το</i>) «[[ήχος]]»].
|mltxt=[[εὐηχής]], -ές (ΑΜ) (Α και δωρ. τ. [[εὐαχής]], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[εύηχος]] («εὐαχέα ὕμνον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει αρμονική [[φωνή]], ο [[εύφωνος]] («ἵνα τορόν τε καὶ εὐηχὲς φθέγξηται», Συν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηχή</i> ή [[ήχος]] (<i>το</i>) «[[ήχος]]»].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[schönklingend]]</i>; [[ὕμνος]] [[εὐηχής]] Pind. <i>P</i>. 2.14; [[ὑμέναιος]] Callim. <i>Del</i>. 296; Sp., wie Plut. <i>Def. orac</i>. 50. Vgl. auch [[εὐήκης]].
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐηχής Medium diacritics: εὐηχής Low diacritics: ευηχής Capitals: ΕΥΗΧΗΣ
Transliteration A: euēchḗs Transliteration B: euēchēs Transliteration C: evichis Beta Code: eu)hxh/s

English (LSJ)

Dor. εὐαχης, ές, well-sounding, tuneful, ὕμνος Pi.P.2.14; ὑμέναιος Call.Del.296; ὄργανον Plu.2.437d; euphonious, Phld. Po.2.3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au bruit harmonieux ou sonore.
Étymologie: εὖ, ἦχος.

German (Pape)

ές, schönklingend; ὕμνος εὐηχής Pind. P. 2.14; ὑμέναιος Callim. Del. 296; Sp., wie Plut. Def. orac. 50. Vgl. auch εὐήκης.

Russian (Dvoretsky)

εὐηχής: дор. εὐᾱχής 2 (сладко)звучный, мелодичный (ὕμνος Pind.; ὄργανον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐηχής: Δωρ. εὐᾱχής, ές, καλῶς ἠχῶν, εὔηχος, Πινδ. Π. 2. 25, Καλλ. εἰς Δῆλ. 296, Πλούτ. 2. 437D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐηχές· εὔφωνον, εὔφημον».

Greek Monolingual

εὐηχής, -ές (ΑΜ) (Α και δωρ. τ. εὐαχής, -ές)
1. ο εύηχος («εὐαχέα ὕμνον», Πίνδ.)
2. αυτός που παράγει αρμονική φωνή, ο εύφωνος («ἵνα τορόν τε καὶ εὐηχὲς φθέγξηται», Συν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ηχή ή ήχος (το) «ήχος»].