γλύμμα: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=glymma
|Transliteration C=glymma
|Beta Code=glu/mma
|Beta Code=glu/mma
|Definition=ατος, τό, (γλύφω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[engraved figure]], [[signet]], <span class="bibl">Eup.406</span>, <span class="bibl">Str. 14.1.16</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>86.45</span> (ii A. D.); [[inscription]], AP11.38 (Polemo Rex), Gal.12.773.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[γλύφω]]) [[engraved figure]], [[signet]], Eup.406, Str. 14.1.16, ''BGU''86.45 (ii A. D.); [[inscription]], AP11.38 (Polemo Rex), Gal.12.773.
}}
{{ls
|lstext='''γλύμμα''': τό, ([[γλύφω]]) εἰκὼν γεγλυμμένη, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 7298.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[impronta]], [[figura grabada]] sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, <i>AP</i> 9.752 (Antip.Thess.), <i>AP</i> 11.38 (Polem.) (= <i>CIG</i> 7298), [[δακτύλιον]] λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος [[LXX]] <i>Ex</i>.28.11, [[γλύμμα]] αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος <i>PKöln</i> 100.37, cf. 40 (II d.C.), <i>SB</i> 9642.5.28 (II d.C.), <i>PStras</i>.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος <i>POxy</i>.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι <i>BGU</i> 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους <i>PPetaus</i> 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως <i>SB</i> 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. [[ἑαυτοῦ]] φέροντας D.C.79.4.7.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[impronta]], [[figura grabada]] sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, <i>AP</i> 9.752 (Antip.Thess.), <i>AP</i> 11.38 (Polem.) (= <i>CIG</i> 7298), [[δακτύλιον]] λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος [[LXX]] <i>Ex</i>.28.11, [[γλύμμα]] αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος <i>PKöln</i> 100.37, cf. 40 (II d.C.), <i>SB</i> 9642.5.28 (II d.C.), <i>PStras</i>.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος <i>POxy</i>.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι <i>BGU</i> 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους <i>PPetaus</i> 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως <i>SB</i> 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. [[ἑαυτοῦ]] φέροντας D.C.79.4.7.
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=το (AM [[γλύμμα]]) [[γλύφω]]<br />[[κοίλωμα]] ή [[εγκοπή]] που γίνεται με το [[κοπίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιγραφή]]<br /><b>2.</b> [[σφραγίδα]].
|elnltext=[[γλύμμα]] -ατος, τό [[γλύφω]] gegraveerde afbeelding, embleem (in een zegelring). Men. Epitr. 388.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das [[Eingegrabene]], [[Geschnitzte]]</i>, Eupol. bei Poll. 7.179; Strab.; Polem. 1 (XI.38).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''γλύμμα:''' ατος τό [[γλύφω]] резное изображение, резьба, изваяние Men., Anth.
|elrutext='''γλύμμα:''' ατος τό [[γλύφω]] резное изображение, резьба, изваяние Men., Anth.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=[[γλύμμα]] -ατος, τό [[γλύφω]] gegraveerde afbeelding, embleem (in een zegelring). Men. Epitr. 388.
|lstext='''γλύμμα''': τό, ([[γλύφω]]) εἰκὼν γεγλυμμένη, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 7298.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[γλύμμα]]) [[γλύφω]]<br />[[κοίλωμα]] ή [[εγκοπή]] που γίνεται με το [[κοπίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιγραφή]]<br /><b>2.</b> [[σφραγίδα]].
}}
{{elmes
|esmgtx=τό [[impronta]], [[figura grabada]] sobre una esmeralda γ. κανθάρου· εἰς λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον <b class="b3">figura del escarabajo: en una esmeralda muy valiosa graba un escarabajo</b> P V 238
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλύμμα Medium diacritics: γλύμμα Low diacritics: γλύμμα Capitals: ΓΛΥΜΜΑ
Transliteration A: glýmma Transliteration B: glymma Transliteration C: glymma Beta Code: glu/mma

English (LSJ)

-ατος, τό, (γλύφω) engraved figure, signet, Eup.406, Str. 14.1.16, BGU86.45 (ii A. D.); inscription, AP11.38 (Polemo Rex), Gal.12.773.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
impronta, figura grabada sobre diversos objetos, esp. gemas y piedras preciosas engarzadas en anillos o sellos, Eup.441, AP 9.752 (Antip.Thess.), AP 11.38 (Polem.) (= CIG 7298), δακτύλιον λίθου καὶ γλύμματος πολυτελοῦς Str.14.1.16, γ. σφραγῖδος LXX Ex.28.11, γλύμμα αὐτῆς (Ἀφροδίτης) ἔνοπλον D.C.43.43.3, empleado para legitimar testamentos los testigos ἐσφράγεισα σφραγεῖδι ἐχούσῃ γ. ἴβιος PKöln 100.37, cf. 40 (II d.C.), SB 9642.5.28 (II d.C.), PStras.546.9 (II d.C.), ἐγνώρισα τὴν ἰδίαν μου σφραγῖδα οὖσαν γλύμματος Σαράπιδος POxy.494.34 (II d.C.), para sellar contratos συνεθέμην καθὼς πρόκειται καὶ ἐσφράγισα γλύμματι BGU 86.45 (II d.C.), en una carta ἐσφράγισα δὲ τὴν ἐπιστολὴν γλύμματι Ἁρποχράτους PPetaus 27.34 (II d.C.), en una receta γλύμματι τούτῳ ἐσφραγίζετο (λεοντάριον) Gal.12.773, para sellar jarras κεράμια ἐσφραγισμένα ... σφραγῖδα ἔχουσα γλύμματι Σαχύψεως SB 8002.7 (III d.C.), sobre monedas χρυσοῦς γ. ἑαυτοῦ φέροντας D.C.79.4.7.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλύμμα -ατος, τό γλύφω gegraveerde afbeelding, embleem (in een zegelring). Men. Epitr. 388.

German (Pape)

τό, das Eingegrabene, Geschnitzte, Eupol. bei Poll. 7.179; Strab.; Polem. 1 (XI.38).

Russian (Dvoretsky)

γλύμμα: ατος τό γλύφω резное изображение, резьба, изваяние Men., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

γλύμμα: τό, (γλύφω) εἰκὼν γεγλυμμένη, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 7298.

Greek Monolingual

το (AM γλύμμα) γλύφω
κοίλωμα ή εγκοπή που γίνεται με το κοπίδι
αρχ.
1. επιγραφή
2. σφραγίδα.

Léxico de magia

τό impronta, figura grabada sobre una esmeralda γ. κανθάρου· εἰς λίθον σμάραγδον πολυτελῆ γλύψον κάνθαρον figura del escarabajo: en una esmeralda muy valiosa graba un escarabajo P V 238