αἰτητικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(4000)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aititikos
|Transliteration C=aititikos
|Beta Code=ai)thtiko/s
|Beta Code=ai)thtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fond of asking</b>, τινός <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1120a33</span>. Adv. αἰτητικῶς, ἔχειν πρός τινα <span class="bibl">D.L.6.31</span>.</span>
|Definition=αἰτητική, αἰτητικόν, [[fond of asking]], τινός [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1120a33. Adv. [[αἰτητικῶς]], ἔχειν πρός τινα D.L.6.31.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[pedigüeño]] Arist.<i>EN</i> 1120<sup>a</sup>33.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[petitorio]] στίχος Plu.2.334e, ἐρώτημα δέ ἐστι πρᾶγμα αὐτοτελὲς μὲν ... αἰτητικὸν δὲ ἀποκρίσεως Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.61, cf. Origenes M.12.1529B.<br /><b class="num">II</b> adv. [[αἰτητικῶς]] = [[haciendo colectas]], [[αἰτητικῶς]] ἔχειν πρὸς τοὺς γονέας D.L.6.31.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui aime à demander]];<br /><b>2</b> [[qui convient pour demander]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰτέω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>der gern bittet</i>, Arist. <i>Eth. N</i>. 4.1 und Sp.; αἰτητικῶς ἔχειν πρός τινα DL. 6.31.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰτητικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[любящий просить]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[просительный]] ([[στίχος]] Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''αἰτητικός''': -ή, -όν, ἀγαπῶν νὰ αἰτῇ, τινός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 16. ― Ἐπίρρ. αἰτητικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα, Διογ. Λ. 6. 31.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτητικός]], -ή, -όν)<br />[[απαιτητικός]], [[επίμονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «αἰτητικῶς ἔχω [[πρός]] τινα», του [[ζητώ]] επίμονα [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. μπορεί να παράγεται από το [[αἰτητής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αἰτῶ</i>) ή -λόγω της σημασίας του<br />απευθείας από το ρ. <i>αἰτῶ</i> ή και το [[αἴτησις]], [[πράγμα]] που φαίνεται πιθανότερο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰτητικός:''' -ή, -όν ([[αἰτέω]]), αυτός που αγαπά ή αρέσκεται να ζητά, με γεν., σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αἰτέω]], [[fond]] of [[asking]], c. gen., Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτητικός Medium diacritics: αἰτητικός Low diacritics: αιτητικός Capitals: ΑΙΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aitētikós Transliteration B: aitētikos Transliteration C: aititikos Beta Code: ai)thtiko/s

English (LSJ)

αἰτητική, αἰτητικόν, fond of asking, τινός Arist.EN1120a33. Adv. αἰτητικῶς, ἔχειν πρός τινα D.L.6.31.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de pers. pedigüeño Arist.EN 1120a33.
2 de cosas petitorio στίχος Plu.2.334e, ἐρώτημα δέ ἐστι πρᾶγμα αὐτοτελὲς μὲν ... αἰτητικὸν δὲ ἀποκρίσεως Chrysipp.Stoic.2.61, cf. Origenes M.12.1529B.
II adv. αἰτητικῶς = haciendo colectas, αἰτητικῶς ἔχειν πρὸς τοὺς γονέας D.L.6.31.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui aime à demander;
2 qui convient pour demander.
Étymologie: αἰτέω.

German (Pape)

der gern bittet, Arist. Eth. N. 4.1 und Sp.; αἰτητικῶς ἔχειν πρός τινα DL. 6.31.

Russian (Dvoretsky)

αἰτητικός:
1 любящий просить Arst.;
2 просительный (στίχος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰτητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν νὰ αἰτῇ, τινός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 16. ― Ἐπίρρ. αἰτητικῶς ἔχειν πρός τινα, Διογ. Λ. 6. 31.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτητικός, -ή, -όν)
απαιτητικός, επίμονος
αρχ.
φρ. «αἰτητικῶς ἔχω πρός τινα», του ζητώ επίμονα κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από το αἰτητής (< αἰτῶ) ή -λόγω της σημασίας του
απευθείας από το ρ. αἰτῶ ή και το αἴτησις, πράγμα που φαίνεται πιθανότερο].

Greek Monotonic

αἰτητικός: -ή, -όν (αἰτέω), αυτός που αγαπά ή αρέσκεται να ζητά, με γεν., σε Αριστ.

Middle Liddell

αἰτέω, fond of asking, c. gen., Arist.