προσκερδαίνω: Difference between revisions
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proskerdaino | |Transliteration C=proskerdaino | ||
|Beta Code=proskerdai/nw | |Beta Code=proskerdai/nw | ||
|Definition=aor. προσεκέρδᾱνα | |Definition=aor. προσεκέρδᾱνα Plb.31.28.12, Aen.Gaz.''[[Theophrastus]] '' p.35 B.: pf. -κεκέρδηκα D.56.30:—[[gain in addition]], D.l.c.; ὑγίειαν Plb. [[l.c.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
aor. προσεκέρδᾱνα Plb.31.28.12, Aen.Gaz.Theophrastus p.35 B.: pf. -κεκέρδηκα D.56.30:—gain in addition, D.l.c.; ὑγίειαν Plb. l.c.
German (Pape)
[Seite 769] (s. κερδαίνω), noch dazu gewinnen, προσκεκερδήκασι, Dem. 56, 30, wo προσκεκερδάγκασι gelesen wurde; προσεκέρδανε τὴν ὑγιείαν, Pol. 32, 14, 12; Sp.
French (Bailly abrégé)
gagner en outre.
Étymologie: πρός, κερδαίνω.
Russian (Dvoretsky)
προσκερδαίνω: сверх того приобретать (τι Dem., Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προσκερδαίνω: κερδαίνω προσέτι, Δημ. 1292, 6, Πολύβ. 32. 14, 12.
Greek Monolingual
Α κερδαίνω
κερδίζω επί πλέον ή είμαι κερδισμένος με το παραπάνω (α. «ὥστ' ἐκεῖνοι μὲν οἱ δανεισταὶ προσκεκερδήκασι καὶ οὐκ ἀφείκασι τούτοις οὐδέν», Δημοσθ.
β. «πολλῶν δὲ καὶ ποικίλων ἡδονῶν ἀποσχόμενος προσεκέρδανε τὴν σωματικὴν ὑγίειαν καὶ τὴν εὐεξίαν», Πολ.).
Greek Monotonic
προσκερδαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, κερδίζω ακόμη περισσότερο, σε Δημ.