ἑτεροσχημάτιστος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eteroschimatistos | |Transliteration C=eteroschimatistos | ||
|Beta Code=e(terosxhma/tistos | |Beta Code=e(terosxhma/tistos | ||
|Definition= | |Definition=ἑτεροσχημάτιστον, [[differently formed]]: <b class="b3">τὸ ἑ.</b> [[change of grammatical form]], as a figure of speech, Phoeb.''Fig.''1.5. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτεροσχημάτιστος''': -ον, [[διαφόρως]] ἐσχηματισμένος: τὸ ἑτεροσχημάτιστον, «ἑτεροσχημάτιστον δὲ ἐστιν ἐναλλαγὴ ῥήματος εἰς μετοχήν, ἤ καθ’ ἑαυτὸ ἤ | |lstext='''ἑτεροσχημάτιστος''': -ον, [[διαφόρως]] ἐσχηματισμένος: τὸ ἑτεροσχημάτιστον, «ἑτεροσχημάτιστον δὲ ἐστιν ἐναλλαγὴ ῥήματος εἰς μετοχήν, ἤ καθ’ ἑαυτὸ ἤ μετὰ συνδέσμου, ἤ καὶ ῥήματος ἀπὸ ἐγκλίσεως εἰς ἔγκλισιν, ὡς ἴνα ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν, ‘[[ἐπειδὴ]] ἔτρεχεν ὁ [[δεῖνα]], τόδε ἐγένετο’, εἴπω ‘τρέχοντος τοῦ [[δεῖνα]] τόδε ἐγένετο’» Φοιβάμμωνος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σ. 503. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑτεροσχημάτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικά σχηματισμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἑτεροσχημάτιστον]]<br />η [[εναλλαγή]] γραμματικού τύπου ως ρητορικό [[σχήμα]], όπως ενός ρήματος σε [[μετοχή]] ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχηματίζω]]), | |mltxt=[[ἑτεροσχημάτιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικά σχηματισμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἑτεροσχημάτιστον]]<br />η [[εναλλαγή]] γραμματικού τύπου ως ρητορικό [[σχήμα]], όπως ενός ρήματος σε [[μετοχή]] ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχηματίζω]]), [[πρβλ]]. [[ασχημάτιστος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑτεροσχημάτιστον, differently formed: τὸ ἑ. change of grammatical form, as a figure of speech, Phoeb.Fig.1.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροσχημάτιστος: -ον, διαφόρως ἐσχηματισμένος: τὸ ἑτεροσχημάτιστον, «ἑτεροσχημάτιστον δὲ ἐστιν ἐναλλαγὴ ῥήματος εἰς μετοχήν, ἤ καθ’ ἑαυτὸ ἤ μετὰ συνδέσμου, ἤ καὶ ῥήματος ἀπὸ ἐγκλίσεως εἰς ἔγκλισιν, ὡς ἴνα ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν, ‘ἐπειδὴ ἔτρεχεν ὁ δεῖνα, τόδε ἐγένετο’, εἴπω ‘τρέχοντος τοῦ δεῖνα τόδε ἐγένετο’» Φοιβάμμωνος περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8. σ. 503.
Greek Monolingual
ἑτεροσχημάτιστος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι διαφορετικά σχηματισμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεροσχημάτιστον
η εναλλαγή γραμματικού τύπου ως ρητορικό σχήμα, όπως ενός ρήματος σε μετοχή ή μιας εγκλίσεως ρήματος σε άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχηματιστος (< σχηματίζω), πρβλ. ασχημάτιστος].