κυαμευτός: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyameftos | |Transliteration C=kyameftos | ||
|Beta Code=kuameuto/s | |Beta Code=kuameuto/s | ||
|Definition= | |Definition=κυαμευτή, κυαμευτόν, [[chosen by beans]], i.e. [[by lot]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.2.9, etc.; <b class="b3">κ. ψηφοφορίαι</b> voting [[by beans]], Plu.2.12e. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
κυαμευτή, κυαμευτόν, chosen by beans, i.e. by lot, X.Mem.1.2.9, etc.; κ. ψηφοφορίαι voting by beans, Plu.2.12e.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
désigné ou décidé par le sort au moyen de fèves.
Étymologie: κυαμεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυαμευτός -ή -όν [κυαμεύω: met bonen loten] door het lot aangewezen.
German (Pape)
durch Bohnen erwählt, Xen. Mem. 1.2.9; Plut. ed.lib. 17 ψηφοφορία, Abstimmung mit Bohnen.
Russian (Dvoretsky)
κυᾰμευτός:
1 избранный с помощью бобов (κυβερνήτης Xen.);
2 осуществляемый посредством бобов (ψηφοφορία Plut.).
Greek Monolingual
κυαμευτός, -η, -όν (Α) κυαμεύω
1. (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με ψηφοφορία («λέγων ὡς μῶρον εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», Ξεν.)
2. (για ψηφοφορία) αυτή που γίνεται με κυάμους, με κουκιά («κυαμευταὶ γὰρ ἦσαν ἔμπροσθεν αἱ ψηφοφορίαι, δι' ὧνπερ ἐπετίθεσαν τὰς ἀρχάς», Πλούτ.).
Greek Monotonic
κυᾰμευτός: -ή, -όν, διαλεγμένος από σπόρους, δηλ. με κλήρο, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰμευτός: -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς ἢ ἐκλεγόμενος διὰ κυάμου, δηλ. διὰ κλήρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9, κτλ· κ. ψηφοφορία, ψηφοφορία διὰ κυάμων, Πλούτ. 2. 12Ε.
Middle Liddell
κυᾰμευτός, ή, όν
chosen by beans, i. e. by lot, Xen.