ῥοδόσταγμα: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rodostagma
|Transliteration C=rodostagma
|Beta Code=r(odo/stagma
|Beta Code=r(odo/stagma
|Definition=ατος, τό, (στάζω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[extract of roses prepared with honey]], like [[ῥοδόμελι]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>529</span>; also ῥοδό-στακτον, τό, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.15</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[στάζω]]) [[extract of roses prepared with honey]], like [[ῥοδόμελι]], Sch.Ar.''Pl.''529; also [[ῥοδόστακτον]], τό, Paul.Aeg.7.15.
}}
{{pape
|ptext=τό, = [[ῥοδόστακτον]] ([[mit Honig bereiteter Rosenextract]]), Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδόσταγμα Medium diacritics: ῥοδόσταγμα Low diacritics: ροδόσταγμα Capitals: ΡΟΔΟΣΤΑΓΜΑ
Transliteration A: rhodóstagma Transliteration B: rhodostagma Transliteration C: rodostagma Beta Code: r(odo/stagma

English (LSJ)

-ατος, τό, (στάζω) extract of roses prepared with honey, like ῥοδόμελι, Sch.Ar.Pl.529; also ῥοδόστακτον, τό, Paul.Aeg.7.15.

German (Pape)

τό, = ῥοδόστακτον (mit Honig bereiteter Rosenextract), Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόσταγμα: τό, (στάζω) εὐῶδες ὑγρὸν ἐκ τῶν ῥόδων λαμβανόμενον καὶ μετὰ μέλιτος παρασκευαζόμενον, ὡς τὸ ῥοδόμελι, Γαλην., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 527· ὡσαύτως ῥοδόστακτον, τό, Παῦλ. Αἰγιν. 7. 15, πρβλ. τὸ νῦν: ῥοδόσταμον.

Greek Monolingual

το / ῥοδόσταγμα, ΝΑ, και ροδόσταμα και ροδόσταμο, Ν
νεοελλ.
1. παράλληλο παράγωγο της απόσταξης τών ρόδων κατά την παραλαβή του ροδελαίου, με πολύ γλυκό άρωμα, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, ζαχαροπλαστική κ.ά., αλλ. ροδόνερο
2. διάλυμα ροδελαίου σε νερό
αρχ.
υγρό από ροδοπέταλα μαζί με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στάγμα (< στάζω)].