σκωπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(13_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skoptikos
|Transliteration C=skoptikos
|Beta Code=skwptiko/s
|Beta Code=skwptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">given to mockery, jesting</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>27</span>; σ. τι ἐπειπεῖν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dem.Enc.</span>33</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.5.161</span>,<span class="bibl">9.149</span>.</span>
|Definition=σκωπτική, σκωπτικόν, [[given to mockery]], [[jesting]], Plu.''Luc.''27; σ. τι ἐπειπεῖν Luc.''Dem.Enc.''33. Adv. [[σκωπτικῶς]] Poll.5.161,9.149.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] zum Scherzen, Verspotten gehörig, geneigt, scherzhaft, spöttisch; Plut. Luc. 27; Luc. Dem. enc. 33.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] zum Scherzen, Verspotten gehörig, geneigt, scherzhaft, spöttisch; Plut. Luc. 27; Luc. Dem. enc. 33.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[railleur]], [[moqueur]].<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκωπτικός -ή -όν [σκώπτω] [[graag spottend]], [[graag grappen makend]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκωπτικός:''' [[любящий шутить]], [[сыплющий остротами]] Plut.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκωπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σκώπτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει<br /><b>2.</b> αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, [[εμπαικτικός]], [[χλευαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκωπτικώς</i> / <i>σκωπτικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σκωπτικά</i> Ν<br />με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκωπτικός:''' -ή, -όν, [[περιπαικτικός]], [[σαρκαστικός]], [[ειρωνικός]], [[σαρκαστικός]], σε Πλάτ., Λουκ.
}}
{{ls
|lstext='''σκωπτικός''': -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς περίγελων, [[ἐπιτήδειος]] εἰς ἀστεϊσμούς, Πλουτ. Λούκουλλ. 27· σκ. τι εἰπεῖν Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 33. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ε΄, 161, Θ΄, 149.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκωπτικός]], ή, όν [from [[σκώπτω]]<br />[[mocking]], jesting, Plut., Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωπτικός Medium diacritics: σκωπτικός Low diacritics: σκωπτικός Capitals: ΣΚΩΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: skōptikós Transliteration B: skōptikos Transliteration C: skoptikos Beta Code: skwptiko/s

English (LSJ)

σκωπτική, σκωπτικόν, given to mockery, jesting, Plu.Luc.27; σ. τι ἐπειπεῖν Luc.Dem.Enc.33. Adv. σκωπτικῶς Poll.5.161,9.149.

German (Pape)

[Seite 909] zum Scherzen, Verspotten gehörig, geneigt, scherzhaft, spöttisch; Plut. Luc. 27; Luc. Dem. enc. 33.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
railleur, moqueur.
Étymologie: σκώπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκωπτικός -ή -όν [σκώπτω] graag spottend, graag grappen makend.

Russian (Dvoretsky)

σκωπτικός: любящий шутить, сыплющий остротами Plut.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκωπτικός, -ή, -όν, ΝΑ σκώπτης
1. αυτός που συνηθίζει να σκώπτει, να χλευάζει
2. αυτός που ενέχει τον χαρακτήρα σκώμματος, εμπαικτικός, χλευαστικός.
επίρρ...
σκωπτικώς / σκωπτικῶς ΝΜΑ, και σκωπτικά Ν
με χλευαστικό τρόπο, κοροϊδευτικά.

Greek Monotonic

σκωπτικός: -ή, -όν, περιπαικτικός, σαρκαστικός, ειρωνικός, σαρκαστικός, σε Πλάτ., Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σκωπτικός: -ή, -όν, ὁ δεδομένος εἰς περίγελων, ἐπιτήδειος εἰς ἀστεϊσμούς, Πλουτ. Λούκουλλ. 27· σκ. τι εἰπεῖν Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 33. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ε΄, 161, Θ΄, 149.

Middle Liddell

σκωπτικός, ή, όν [from σκώπτω
mocking, jesting, Plut., Luc.