λισγάριον: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lisgarion | |Transliteration C=lisgarion | ||
|Beta Code=lisga/rion | |Beta Code=lisga/rion | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[spade]], [[mattock]], Sch.Theoc.4.10, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[σκαφείδιον]]. (Mod.Gr. [[λισγάρι]], a kind of [[rake]] or [[harrow]].) | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λισγάριον''': τό, [[σκαπάνη]], σιδηροῦν βωλοκόπον [[ἐργαλεῖον]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κηπουροῖς, συγγενὲς τῷ [[λίστρον]], Λατ. ligo, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 10· πρβλ. Δουκάγγ. (Κοινῶς ὀνομάζεται λισγάρι καὶ [[εἶναι]] [[εἶδος]] κτενοειδοῦς κηπουρικοῦ σκαλιστηρίου). | |lstext='''λισγάριον''': τό, [[σκαπάνη]], σιδηροῦν βωλοκόπον [[ἐργαλεῖον]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κηπουροῖς, συγγενὲς τῷ [[λίστρον]], Λατ. ligo, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 10· πρβλ. Δουκάγγ. (Κοινῶς ὀνομάζεται λισγάρι καὶ [[εἶναι]] [[εἶδος]] κτενοειδοῦς κηπουρικοῦ σκαλιστηρίου). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, dim. von [[λίσγος]], Erkl. von [[σκαπάνη]], <i>Schol. Theocr</i>. 4.10; auch Suid. v. [[σκαφεία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, spade, mattock, Sch.Theoc.4.10, Suid. s.v. σκαφείδιον. (Mod.Gr. λισγάρι, a kind of rake or harrow.)
Greek (Liddell-Scott)
λισγάριον: τό, σκαπάνη, σιδηροῦν βωλοκόπον ἐργαλεῖον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κηπουροῖς, συγγενὲς τῷ λίστρον, Λατ. ligo, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 10· πρβλ. Δουκάγγ. (Κοινῶς ὀνομάζεται λισγάρι καὶ εἶναι εἶδος κτενοειδοῦς κηπουρικοῦ σκαλιστηρίου).
German (Pape)
τό, dim. von λίσγος, Erkl. von σκαπάνη, Schol. Theocr. 4.10; auch Suid. v. σκαφεία.