ὡριαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oriaios
|Transliteration C=oriaios
|Beta Code=w(riai=os
|Beta Code=w(riai=os
|Definition=α, ον, ([[ὥρα]](c) A.11) [[an hour long]], διάστημα <span class="bibl">Hipparch.3.5.4</span>, al., cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>5.63</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Geog.</span>1.11.1</span>, al.; μέγεθος <span class="bibl">Vett.Val.22.4</span>.
|Definition=α, ον, ([[ὥρα]](c) A.11) [[an hour long]], διάστημα Hipparch.3.5.4, al., cf. S.E.''M.''5.63, Ptol.''Geog.''1.11.1, al.; μέγεθος Vett.Val.22.4.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡριαῖος Medium diacritics: ὡριαῖος Low diacritics: ωριαίος Capitals: ΩΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: hōriaîos Transliteration B: hōriaios Transliteration C: oriaios Beta Code: w(riai=os

English (LSJ)

α, ον, (ὥρα(c) A.11) an hour long, διάστημα Hipparch.3.5.4, al., cf. S.E.M.5.63, Ptol.Geog.1.11.1, al.; μέγεθος Vett.Val.22.4.

German (Pape)

[Seite 1414] eine Stunde lang, διάστημα Ptolem.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὡριαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο διάλειμμα» β. «ὡριαῖα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται κάθε μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις»)
2. φρ. α) «ωριαία γωνία»
αστρον. η γωνία η οποία σχηματίζεται ανάμεσα στον ουράνιο μεσημβρινό ενός παρατηρητή, δηλαδή τον μέγιστο κύκλο που διέρχεται από το κεφάλι του και από τους ουράνιους πόλους, και στον ωριαίο κύκλο, δηλαδή οποιονδήποτε άλλον μέγιστο κύκλο που διέρχεται από τους πόλους, πάνω στον οποίο βρίσκεται ένα ουράνιο σώμα
β) «ωριαίος κύκλος»
αστρον. κάθε μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και ο οποίος είναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό.
επίρρ...
ωριαίως και ωριαία Ν
ανά μία ώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτιαῖος)].

Greek (Liddell-Scott)

ὡριαῖος: -α, -ον, (ὥρα Α. ΙΙ) ὁ ἔχων διάστημα μιᾶς ὥρας, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 63.

Russian (Dvoretsky)

ὡριαῖος: ὥρα 8] часовой (διαστήματα Sext.).