μαντιάρχης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mantiarchis | |Transliteration C=mantiarchis | ||
|Beta Code=mantia/rxhs | |Beta Code=mantia/rxhs | ||
|Definition= | |Definition=μαντιάρχου, ὁ, in Cyprus, [[president of a college of]] [[μάντεις]], ''LW''2795:—also [[μαντιαρχος]], ὁ, Myres [[Cesnola Collection]] 1909. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μαντιάρχης''': ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν μάντεων, Ἐπιγραφ. Παλαιπάφου τῆς Κύπρου, CIG. 2640. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαντιάρχης]] και [[μαντίαρχος]], ὁ (Α)<br />(στην Κύπρο) ο [[αρχηγός]] τών μάντεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάντις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> / -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]), [[πρβλ]]. [[αυλάρχης]], [[στρατάρχης]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
μαντιάρχου, ὁ, in Cyprus, president of a college of μάντεις, LW2795:—also μαντιαρχος, ὁ, Myres Cesnola Collection 1909.
Greek (Liddell-Scott)
μαντιάρχης: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν μάντεων, Ἐπιγραφ. Παλαιπάφου τῆς Κύπρου, CIG. 2640.
Greek Monolingual
μαντιάρχης και μαντίαρχος, ὁ (Α)
(στην Κύπρο) ο αρχηγός τών μάντεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + -άρχης / -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλάρχης, στρατάρχης].