ἐπηρεαστικός: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epireastikos | |Transliteration C=epireastikos | ||
|Beta Code=e)phreastiko/s | |Beta Code=e)phreastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπηρεαστική, ἐπηρεαστικόν, [[insolent]], Com.Adesp.202, Alex. Aphr.''in Metaph.''308.13. Adv. [[ἐπηρεαστικῶς]] Gal.''Anim.Pass.''1.12,al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπηρεαστική, ἐπηρεαστικόν, insolent, Com.Adesp.202, Alex. Aphr.in Metaph.308.13. Adv. ἐπηρεαστικῶς Gal.Anim.Pass.1.12,al.
German (Pape)
[Seite 921] zum Beeinträchtigen, Mißhandeln u. dgl. geneigt, Stob. ecl. phys. 1, 194.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηρεαστικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, Κωμ. Ἀνών. 357.- Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 1. 353, Βασίλ. ΙΙΙ. 616Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπηρεαστικός, -ή, -όν) επηρεαστής
μσν.- νεοελλ.
ο κατάλληλος, ικανός να επηρεάζει
μσν.
(στον πληθ. ως ουσ.) οι ἐπηρεαστικοί
οι σχετικοί με την επιβολή φορολογίας
αρχ.
1. υβριστικός, ταπεινωτικός
2. δόλιος, προμελετημένος.