περιόστεος: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periosteos | |Transliteration C=periosteos | ||
|Beta Code=perio/steos | |Beta Code=perio/steos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=περιόστεον, [[round the bones]], [[χιτών]], [[ὑμήν]], Ruf.''Onom.''129, Gal. 2.591 ([[περιόστιος]] and -ειος are ff.ll., 13.415, 4.550). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0585.png Seite 585]] um die Knochen, sie umgebend; τὸ περιόστεον, die Knochenhaut, Galen. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιόστεος''': -ον, ὁ περὶ τὰ ὀστᾶ, ὑμὴν Γαλην. 2. 241, κτλ.· περιόστιος καὶ -ειος [[εἶναι]] πιθ. ἡμαρτημέναι γραφαὶ [[αὐτόθι]] 43. 657., 3. 197. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο(ν), ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τα οστά («[[περιόστεος]] [[ὑμήν]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[περιόστεο]]<br /><b>ανατ.</b> [[ειδικός]] [[συνδετικός]] [[ιστός]] που καλύπτει τις επιφάνειες τών οστών και αποτελείται από δύο στιβάδες, μιαν εξωτερική ινώδη και μιαν εσωτερική κυτταροβριθή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όστεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]], -<i>οῦν</i>). Ο νεοελλ. τ. [[περιόστεο]] [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>periosteum</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
περιόστεον, round the bones, χιτών, ὑμήν, Ruf.Onom.129, Gal. 2.591 (περιόστιος and -ειος are ff.ll., 13.415, 4.550).
German (Pape)
[Seite 585] um die Knochen, sie umgebend; τὸ περιόστεον, die Knochenhaut, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
περιόστεος: -ον, ὁ περὶ τὰ ὀστᾶ, ὑμὴν Γαλην. 2. 241, κτλ.· περιόστιος καὶ -ειος εἶναι πιθ. ἡμαρτημέναι γραφαὶ αὐτόθι 43. 657., 3. 197.
Greek Monolingual
-ο(ν), ΝΑ
αυτός που βρίσκεται γύρω από τα οστά («περιόστεος ὑμήν», Γαλ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περιόστεο
ανατ. ειδικός συνδετικός ιστός που καλύπτει τις επιφάνειες τών οστών και αποτελείται από δύο στιβάδες, μιαν εξωτερική ινώδη και μιαν εσωτερική κυτταροβριθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -όστεος (< ὀστέον, -οῦν). Ο νεοελλ. τ. περιόστεο είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periosteum].