ὑποτυπωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypotypotikos
|Transliteration C=ypotypotikos
|Beta Code=u(potupwtiko/s
|Beta Code=u(potupwtiko/s
|Definition=ή, όν, [[by way of outline]], [[compendious]], τρόπος τῆς συγγραφῆς <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.239</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib.<span class="bibl">2.1</span>.
|Definition=ὑποτυπωτική, ὑποτυπωτικόν, [[by way of outline]], [[compendious]], τρόπος τῆς συγγραφῆς S.E.''P.''1.239. Adv. [[ὑποτυπωτικῶς]] ib.2.1.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>im [[Umrisse]], kompendiarisch</i>, [[τρόπος]] τῆς συγγραφῆς S.Emp. <i>pyrrh</i>. 1.239.<br><b class="num">• Adv.</b>, καὶ [[συντόμως]] <i>ib</i>. 2.1.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑποτυπῶ]]<br />πολύ [[συνοπτικός]], [[περιληπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποτυπωτικῶς</i> Α<br />περιληπτικά, συνοπτικά.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑποτυπῶ]]<br />πολύ [[συνοπτικός]], [[περιληπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑποτυπωτικῶς</i> Α<br />περιληπτικά, συνοπτικά.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>im [[Umrisse]], kompendiarisch</i>, [[τρόπος]] τῆς συγγραφῆς S.Emp. <i>pyrrh</i>. 1.239.<br><span class="ggns">• Adv.</span>, καὶ [[συντόμως]] <i>ib</i>. 2.1.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτυπωτικός Medium diacritics: ὑποτυπωτικός Low diacritics: υποτυπωτικός Capitals: ΥΠΟΤΥΠΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypotypōtikós Transliteration B: hypotypōtikos Transliteration C: ypotypotikos Beta Code: u(potupwtiko/s

English (LSJ)

ὑποτυπωτική, ὑποτυπωτικόν, by way of outline, compendious, τρόπος τῆς συγγραφῆς S.E.P.1.239. Adv. ὑποτυπωτικῶς ib.2.1.

German (Pape)

ή, όν, im Umrisse, kompendiarisch, τρόπος τῆς συγγραφῆς S.Emp. pyrrh. 1.239.
• Adv., καὶ συντόμως ib. 2.1.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτῠπωτικός: общий, эскизный, суммарный (τρόπος τῆς συγγραφῆς Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτῠπωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐν εἴδει ὑποτυπώσεων, περιληπτικός, ἐπίτομος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 239. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 2. 1.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑποτυπῶ
πολύ συνοπτικός, περιληπτικός.
επίρρ...
ὑποτυπωτικῶς Α
περιληπτικά, συνοπτικά.