διάδεσμος: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diadesmos | |Transliteration C=diadesmos | ||
|Beta Code=dia/desmos | |Beta Code=dia/desmos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[connecting band]], Hp.''Nat.Puer.''14; [[bandage]], Aret.''CA''1.9; [[ligature]], διαδέσμοις σφίγγων τὰ ἄκρα Philum. ap. Aët.9.12. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> anat. [[punto de unión]], [[diáfisis]] (ὑμένες) ἐς [[ἀλλήλους]] διαδέσμους ἔχουσιν Hp.<i>Nat.Puer</i>.14, cf. en Erot.31.16.<br /><b class="num">2</b> [[venda]], [[vendaje]] διαδέσμοις δὲ τῶν ἄκρων εὐτόνως χρῶ Archig. en Gal.13.175, cf. Archig. en Gal.8.90, Aret.<i>CA</i> 1.9.1, Gal.11.181, Aët.8.49, διαδέσμοις σφίγγειν τὰ ἄκρα Philum. en Aët.9.12, cf. Paul.Aeg.2.47. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διάδεσμος''': ὁ, [[δεσμός]], Ἱππ. 237. 12. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[διάδεσμος]]) [[διαδέω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ειδικός]] [[επίδεσμος]] που προστίθεται στον πλατύδεσμο για να τον κάνει ανθεκτικότερο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δεσμός]], [[ταινία]] για [[σύνδεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίδεσμος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>durchgehendes [[Band]]</i>, Hippocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, connecting band, Hp.Nat.Puer.14; bandage, Aret.CA1.9; ligature, διαδέσμοις σφίγγων τὰ ἄκρα Philum. ap. Aët.9.12.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 anat. punto de unión, diáfisis (ὑμένες) ἐς ἀλλήλους διαδέσμους ἔχουσιν Hp.Nat.Puer.14, cf. en Erot.31.16.
2 venda, vendaje διαδέσμοις δὲ τῶν ἄκρων εὐτόνως χρῶ Archig. en Gal.13.175, cf. Archig. en Gal.8.90, Aret.CA 1.9.1, Gal.11.181, Aët.8.49, διαδέσμοις σφίγγειν τὰ ἄκρα Philum. en Aët.9.12, cf. Paul.Aeg.2.47.
Greek (Liddell-Scott)
διάδεσμος: ὁ, δεσμός, Ἱππ. 237. 12.
Greek Monolingual
ο (AM διάδεσμος) διαδέω
νεοελλ.
ειδικός επίδεσμος που προστίθεται στον πλατύδεσμο για να τον κάνει ανθεκτικότερο
αρχ.-μσν.
δεσμός, ταινία για σύνδεση
αρχ.
επίδεσμος.
German (Pape)
ὁ, durchgehendes Band, Hippocr.