ὀρσίπους: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orsipous
|Transliteration C=orsipous
|Beta Code=o)rsi/pous
|Beta Code=o)rsi/pous
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">raising the foot, swift-footed</b>, ἔλαφοι <span class="title">AP</span>15.27 (Simm.); ὀ. βοή <b class="b2">stirring the feet to flight</b>, <span class="bibl">Trag.Adesp.245</span>.</span>
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, [[raising the foot]], [[swift-footed]], ἔλαφοι ''AP''15.27 (Simm.); ὀ. βοή [[stirring the feet to flight]], Trag.Adesp.245.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0387.png Seite 387]] ποδος, den Fuß erhebend, bewegend, schnellfüßig, ἔλαφοι, Simm. ov. (XV, 27).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0387.png Seite 387]] ποδος, den Fuß erhebend, bewegend, schnellfüßig, ἔλαφοι, Simm. ov. (XV, 27).
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br />[[qui meut ses pieds]], [[agile]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρσίπους:''' ποδος (ῐ) adj. легконогий, быстроногий ([[ἔλαφος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρσίπους''': [ῐ], οδος, ὁ, ἡ, ὁ αἴρων τὸν [[πόδα]], [[ὠκύπους]], [[ταχύς]], ἔλαφοι Ἀνθ. Π. 15. 27· [[ὀρσίπους]] βοή· «ἐριστικοὺς παρασκευάζουσα πρὸς τὸν τῶν ποδῶν δρόμον» Ἡσύχ.
|lstext='''ὀρσίπους''': [ῐ], οδος, ὁ, ἡ, ὁ αἴρων τὸν [[πόδα]], [[ὠκύπους]], [[ταχύς]], ἔλαφοι Ἀνθ. Π. 15. 27· [[ὀρσίπους]] βοή· «ἐριστικοὺς παρασκευάζουσα πρὸς τὸν τῶν ποδῶν δρόμον» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρσίπους]], -ποδος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που σηκώνει, που θέτει σε [[κίνηση]] τα πόδια, [[ταχύς]], [[ταχύπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρσι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>όρνυμι</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρσίπους:''' [ῐ], -ποδος, ὁ, ἡ, [[ταχύς]] στα πόδια, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρσί-˘πους,<br />[[swift]]-footed, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρσίπους Medium diacritics: ὀρσίπους Low diacritics: ορσίπους Capitals: ΟΡΣΙΠΟΥΣ
Transliteration A: orsípous Transliteration B: orsipous Transliteration C: orsipous Beta Code: o)rsi/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, raising the foot, swift-footed, ἔλαφοι AP15.27 (Simm.); ὀ. βοή stirring the feet to flight, Trag.Adesp.245.

German (Pape)

[Seite 387] ποδος, den Fuß erhebend, bewegend, schnellfüßig, ἔλαφοι, Simm. ov. (XV, 27).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
qui meut ses pieds, agile.
Étymologie: ὄρνυμι, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ὀρσίπους: ποδος (ῐ) adj. легконогий, быстроногий (ἔλαφος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρσίπους: [ῐ], οδος, ὁ, ἡ, ὁ αἴρων τὸν πόδα, ὠκύπους, ταχύς, ἔλαφοι Ἀνθ. Π. 15. 27· ὀρσίπους βοή· «ἐριστικοὺς παρασκευάζουσα πρὸς τὸν τῶν ποδῶν δρόμον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀρσίπους, -ποδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που σηκώνει, που θέτει σε κίνηση τα πόδια, ταχύς, ταχύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + πούς.

Greek Monotonic

ὀρσίπους: [ῐ], -ποδος, ὁ, ἡ, ταχύς στα πόδια, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀρσί-˘πους,
swift-footed, Anth.