ἐπεισαγώγιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(13)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epeisagogimos
|Transliteration C=epeisagogimos
|Beta Code=e)peisagw/gimos
|Beta Code=e)peisagw/gimos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">brought in</b> from abroad, <b class="b3">τὰ ἐ</b>. <b class="b2">imported</b> wares, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span> 370e</span>.</span>
|Definition=ἐπεισαγώγιμον, [[brought in]] from [[abroad]], [[τὰ ἐπεισαγώγιμα]] = [[imported]] [[ware]]s, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 370e.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0911.png Seite 911]] noch dazu eingeführt; τὰ ἐπ., Waareneinfuhr, Plat. Rep. II, 370 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0911.png Seite 911]] noch dazu eingeführt; τὰ ἐπ., [[Waareneinfuhr]], Plat. Rep. II, 370 e.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu'on importe ; [[τὰ ἐπεισαγώγιμα]] PLAT [[les objets d'importation]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεισᾰγώγιμος:'''<br /><b class="num">1</b> [[ввозимый]], [[привозной]] ([[σῖτος]] Dem.; [[ἀγορά]] Plut.): [[τὰ ἐπεισαγώγιμα]] Plat. [[ввозные товары]];<br /><b class="num">2</b> [[поступающий извне]] ([[θερμότης]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[иноземный]], [[чужой]] ([[γένος]] Eur.; ἐ. καὶ [[βάρβαρος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισᾰγώγιμος''': -ον, ἐπὶ προϊόντων [[ἔξωθεν]] εἰσαγομένων εἴς τινα χώραν, ἀλλὰ μήν, ἦν δ’ ἐγώ, κατοικίσαι γε αὐτὴν τὴν πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον, οὖ ἐπεισαγωγίμων μὴ δεήσεται, [[σχεδόν]] τι ἀδύνατον Πλάτ. Πολ. 370Ε.
|lstext='''ἐπεισᾰγώγιμος''': -ον, ἐπὶ προϊόντων [[ἔξωθεν]] εἰσαγομένων εἴς τινα χώραν, ἀλλὰ μήν, ἦν δ’ ἐγώ, κατοικίσαι γε αὐτὴν τὴν πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον, οὖ ἐπεισαγωγίμων μὴ δεήσεται, [[σχεδόν]] τι ἀδύνατον Πλάτ. Πολ. 370Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on importe ; τὰ ἐπεισαγώγιμα PLAT les objets d’importation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεισάγω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεισαγώγιμος]], -ον (Α)<br />(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εισαγώγιμος]]].
|mltxt=[[ἐπεισαγώγιμος]], -ον (Α)<br />(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εισαγώγιμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεισᾰγώγιμος:''' -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· <i>τὰ ἐπ</i>., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον<br />brought in [[besides]] the products of the [[country]]; τὰ ἐπ. [[imported]] [[wares]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισᾰγώγιμος Medium diacritics: ἐπεισαγώγιμος Low diacritics: επεισαγώγιμος Capitals: ΕΠΕΙΣΑΓΩΓΙΜΟΣ
Transliteration A: epeisagṓgimos Transliteration B: epeisagōgimos Transliteration C: epeisagogimos Beta Code: e)peisagw/gimos

English (LSJ)

ἐπεισαγώγιμον, brought in from abroad, τὰ ἐπεισαγώγιμα = imported wares, Pl.R. 370e.

German (Pape)

[Seite 911] noch dazu eingeführt; τὰ ἐπ., Waareneinfuhr, Plat. Rep. II, 370 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on importe ; τὰ ἐπεισαγώγιμα PLAT les objets d'importation.
Étymologie: ἐπεισάγω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεισᾰγώγιμος:
1 ввозимый, привозной (σῖτος Dem.; ἀγορά Plut.): τὰ ἐπεισαγώγιμα Plat. ввозные товары;
2 поступающий извне (θερμότης Arst.);
3 иноземный, чужой (γένος Eur.; ἐ. καὶ βάρβαρος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, ἐπὶ προϊόντων ἔξωθεν εἰσαγομένων εἴς τινα χώραν, ἀλλὰ μήν, ἦν δ’ ἐγώ, κατοικίσαι γε αὐτὴν τὴν πόλιν εἰς τοιοῦτον τόπον, οὖ ἐπεισαγωγίμων μὴ δεήσεται, σχεδόν τι ἀδύνατον Πλάτ. Πολ. 370Ε.

Greek Monolingual

ἐπεισαγώγιμος, -ον (Α)
(για προϊόντα) αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισαγώγιμος].

Greek Monotonic

ἐπεισᾰγώγιμος: -ον, αυτός που εισάγεται, ο εισαγόμενος επιπροσθέτως των (εγχώριων) προϊόντων μιας χώρας· τὰ ἐπ., εισαγόμενα κατασκευσμένα είδη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐπ-εισᾰγώγιμος, ον
brought in besides the products of the country; τὰ ἐπ. imported wares, Plat.